ἄσκημα

From LSJ
Revision as of 05:40, 26 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Uebung" to "Übung")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσκημα Medium diacritics: ἄσκημα Low diacritics: άσκημα Capitals: ΑΣΚΗΜΑ
Transliteration A: áskēma Transliteration B: askēma Transliteration C: askima Beta Code: a)/skhma

English (LSJ)

-ατος, τό, exercise, practice, Hp.Off.7, X.Cyr.7.5.79; τὰ εἰς τὸν πόλεμον ἀ. Id.Oec.11.19, cf. PLond.3.1164i21 (iii A.D.); in warfare, branch of the service, arm (e.g. elephants or chariots), Arr. Tact.19.6.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
plu. ejercitación, ejercicios prácticos, entrenamiento en el uso de vendajes, Hp.Off.7, en prácticas guerreras τὰ εἰς τὸν πόλεμον ἀσκήματα X.Oec.11.19, cf. Cyr.7.5.79, en la educación παῖδας διὰ τῶν ἀσκημάτων ἀσχόλους Aristox.Fr.39, en retórica ἀσκήματα τῆς ῥητορικῆς D.H.Rh.2.1, en atletismo τὴν ἀθλητικὴν ἰσχὺν οὐ τῶν ἀνθρωπίνων οὖσαν ἀσκημάτων Gal.Adhort.13, cf. Poll.3.154, PLond.1164i.21 (III d.C.)
tact. usos tácticos ξύμπαντα ταῦτα τὰ ἀσκήματα ἐκλέλειπται Arr.Tact.19.6
tb. en sg. objeto del ejercicio práctico κρεῖττον εἶναι καὶ τελειότερον ἄσκημα τῆς ἐκλογῆς τὴν σύνθεσιν D.H.Comp.3.5.

German (Pape)

[Seite 371] τό, 1) Zubereitung, Ausrüstung. – 2) Übung, Xen. Cyr. 7, 5, 79.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
objet d'étude.
Étymologie: ἀσκέω.

Greek Monolingual

(I)
ἄσκημα, το (Α) ασκώ
1. το γύμνασμα
2. μονάδα στρατού.
(II)
και άσχημα επίρρ.
βλ. άσχημος.

Greek Monotonic

ἄσκημα: -ατος, τό (ἀσκέω), άσκηση, εξάσκηση, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἄσκημα: ατος τό упражнение, занятие, дело (τοῖς ἀσκήμασι πλεονεκτεῖν Xen.).

Middle Liddell

ἀσκέω
an exercise, practice, Xen.