προκυλίνδομαι
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
Pass., roll forward, of the sea, Il. 14.18. = προκυλινδέομαι (roll at the feet of, roll before, prostrate oneself before), roll at the feet of, τινος Arat. 188 ; fut. προκυλίσομαι [ι] App. Ital. 5.4 ; late pres. προκυλίομαι, DH. 8.39 ; τῶν ποδῶν Onos. 14.3.
French (Bailly abrégé)
rouler en avant en parl. des vagues.
Étymologie: πρό, κυλίνδω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-κυλίνδομαι voortrollen (golven).
Russian (Dvoretsky)
προκῠλίνδομαι: катиться вперед: οὐ προκυλίνδεται οὐδετέρωσε Hom. (перед грозой море) не колышется ни туда ни сюда.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
και προκυλίομαι Α
1. (για θάλασσα) κυλώ, κυματίζω προς τα εμπρός
2. προκυλινδοῦμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κυλίνδομαι / κυλίομαι «κυλιέμαι»].
Greek Monotonic
προκῠλίνδομαι: Παθ., κυλιέμαι, ξετυλίγομαι μπροστά, λέγεται για κύμα, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
προκῠλίνδομαι: Παθ., κυλίομαι πρὸς τὰ ἐμπρός, Ἰλ. Ξ. 18. ΙΙ. ὡς τὸ προκυλινδέομαι, κυλίομαι πρὸ τῶν ποδῶν τινος, μετὰ γενικ., Ἄρατ. 188· μέλλ. προκυλίσομαι [ῑ], Ἀππ. Ἰταλ. ΙΙ, 5, 5· μετὰ μεταγενεστ. ἐνεστ. προκυλίομαι, Διον. Ἁλ. 8. 39.