συναιωρέομαι
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
Pass., to be swayed with, συναιωρούμενον τῷ ὑγρῷ τὸ πνεῦμα Pl.Phd. 112b, cf. Plu.2.564d.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
être suspendu avec ; fig. avoir l'esprit en suspens.
Étymologie: σύν, αἰωρέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-αιωρέομαι samen (met...) op en neer schommelen, met dat.. Plat. Phaed. 112b.
Russian (Dvoretsky)
συναιωρέομαι:
1 вместе подниматься, вздыматься: σ. τῷ ὑγρῷ Plat. подниматься вместе с испарениями;
2 быть в недоумении, колебаться: σ. τῷ μέλλοντι Plut. быть в сомнении насчет будущего.
Greek (Liddell-Scott)
συναιωρέομαι: παθ., αἰωροῦμαι ὁμοῦ, ξυναιωρούμενον τῷ ὑγρῷ τὸ πνεῦμα Πλάτ. Φαίδων 112Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 564D.
Greek Monotonic
συναιωρέομαι: Παθ., αιωρούμαι, παραμένω αιωρούμενος, μετεωρίζομαι από κοινού, με δοτ., σε Πλάτ.
Middle Liddell
Pass. to be held suspended together with, c. dat., Plat.