ἔλαιος
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ὁ, = κότινος,
A wild olive, ἄγριος ἔλαιος Pi.Fr.46, S.Tr.1197, Paus. 2.32.10.
II a bird, prob. a kind of warbler, Alex.Mynd. ap. Ath. 2.65b, cj. in AP7.199 (Tymnes); cf. ἐλέα.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 bot. olivo, Olea europaea L. ἄγριος ἔλαιος = acebuche, Olea europaea L. var. silvestris Brot., Pi.Fr.46, S.Tr.1197
•post. ἔλαιος acebuche, olivo silvestre Paus.2.28.7, 32.10.
2 orn. zarcero, Hippolais olivetorum (Strickland) o Hippolais pallida elaeica (Lindermayer), Alex.Mynd.p.548W.
German (Pape)
[Seite 789] ὁ, wilder Oelbaum, ἄγριος Pind. frg. 21; Soph. T. 197 u. Sp. – Bei Ath. II, 65 b ist ἐλαιός ein Vogel.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
olivier sauvage, plante.
Étymologie: ἐλαία.
Syn. ἀγριέλαιος, κότινος, πυρκαϊά, φυλία.
Russian (Dvoretsky)
ἔλαιος: ὁ (тж. ἔ. ἄγριος Pind.) маслина, преимущ. дикая Pind., Soph.
Greek (Liddell-Scott)
ἔλαιος: ὁ, = κότινος, ἡ ἀγρία ἐλαία, «ἀγριοελῃά», Λατ. oleaster, ἄγριος ἔλ. Πινδ. Ἀποσπ. 21, Σοφ. Τρ. 1197· ἴδε τὴν λ. ἄρρην, καὶ πρβλ. Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 12. ΙΙ. ἐλαιός (ὀξύτ.), ὁ, εἶδος αἰγιθάλλου, μελισσοφάγου, Ἀλέξ. Μύνδιος παρ’ Ἀθην. 65Β (ἔνθα τὰ χειρόγρ. ἔχουσιν ἔλαιον, πιθανῶς ἐσφ. γραφ. ἀντὶ ἐλεᾶς). 2) Ροδία λέξ. ἀντὶ φαρμακεύς, Ἡσύχ.
English (Slater)
ἔλαιος wild olive ἄγριος ἔλαιος (ἣν οἱ πολλοὶ ἀγριέλαιον καλοῦσιν Bachmann, Anecd. 25. 15) fr. 46.
Greek Monolingual
ἔλαιος, ο (AM)
άγρια ελιά, αγριελιά, κότινος
αρχ.
1. (οξύτ. ἐλαιός) πουλί, πιθ. είδος αιγιθάλου, μελισσοφάγου
2. (κατά τον Ησύχ.) «φαρμακεύς» — ροδιακή λέξη.
Greek Monotonic
ἔλαιος: ὁ (ἐλαία), άγρια ελιά, αγριελιά, κότινος, Λατ. oleaster, σε Σοφ.
Middle Liddell
ἔλαιος, ὁ, ἐλαία
the wild olive, Lat. oleaster, Soph.