παιδοκτονέω
From LSJ
Μηκέθ᾽ ὅλως περὶ τοῦ οἷόν τινα εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα διαλέγεσθαι, ἀλλὰ εἶναι τοιοῦτον. → Waste no more time arguing what a good man should be. Be one.
English (LSJ)
murder one's children, E.HF1280.
German (Pape)
[Seite 441] Kinder tödten, Eur. Herc. F. 1280 u. in späterer Prosa.
French (Bailly abrégé)
παιδοκτονῶ :
tuer des enfants.
Étymologie: παῖς, κτείνω.
Greek Monotonic
παιδοκτονέω: μέλ. -ήσω, φονεύω παιδιά, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιδοκτονέω [παιδοκτόνος] kinderen vermoorden.
Russian (Dvoretsky)
παιδοκτονέω: убивать детей Eur.
Middle Liddell
παιδοκτονέω, fut. -ήσω
to murder children, Eur. [from παιδοκτόνος