ἐγκατοικοδομέω

From LSJ
Revision as of 18:45, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκατοικοδομέω Medium diacritics: ἐγκατοικοδομέω Low diacritics: εγκατοικοδομέω Capitals: ΕΓΚΑΤΟΙΚΟΔΟΜΕΩ
Transliteration A: enkatoikodoméō Transliteration B: enkatoikodomeō Transliteration C: egkatoikodomeo Beta Code: e)gkatoikodome/w

English (LSJ)

A to build in a place, Th.3.18 (Pass.).
II build in, immure, εἰς ἔρημον οἰκίαν Aeschin. 1.182:—metaph. in Pass., ὁ [ἀὴρ] ἐν τοῖς ὠσὶν ἐγκατῳκοδόμηται Arist. de An.420a9, cf. Porph.Abst.4.3.

Spanish (DGE)

1 construir, edificar en v. pas. φρούρια ... ἐπὶ τῶν καρτερῶν Th.3.18, Ποσειδῶνος τέμενος Lib.Descr.8.6.
2 encerrar entre muros, emparedar c. ac. de pers. αὐτὴν ... εἰς ἔρημον οἰκίαν Aeschin.1.182, ὁ δὲ (πατήρ) ἐπήρωσεν αὐτὸν καὶ ἐγκατῳκοδόμησεν el (padre) le mutiló y emparedó Hieronym.Phil.32, cf. D.C.Epit.7.8.11, ἡμεῖς ... ἑαυτοὺς ... ἐγκατοικοδομοῦμεν Plu.2.601d
gener., perf. pas. estar encerrado ὁ δ' (ἀήρ) ἐν τοῖς ὠσὶν ἐγκατῳκοδόμηται Arist.de An.420a9, ἐγκατῳκοδομημένοις ἐοίκασιν se asemejan a los emparedados a causa de sus armaduras, Plu.Luc.28, τῆς εὐπορίας ... ἐγκατῳκοδομημένης καὶ ἀργούσης Plu.Lyc.9, τοῖς τυραννείοις ἐγκατῳκοδομημένον ... ἐγκαταβιῶσαι Plu.2.783d
estar almacenado σίτου ... ἐγκατῳκοδομημένου τοῖς τείχεσι Plu.Aem.8.
3 arq. empotrar, introducir en una construcción οἰκοδομήσει ... [στ] όχους ... δι[α] λείποντας ἑπτὰ πόδας καὶ ἐγκατοικ[οδ] ομήσει στρωτῆρας [δ] ύο levantará pilares a intervalos de siete pies y empotrará en ellos dos viguetas horizontales de pilar a pilar IG 22.463.59 (IV a.C.), στήλαν ... ἐς τὰν οἰκίαν ἐς τὸν τοῖχον Abh.Leipz.62(1).1969.40.6 (Astipalea III a.C.).

German (Pape)

[Seite 706] 1) darin, darauf erbauen; φρούρια ἐπὶ τῶν κρατερῶν Thuc. 3, 18. – 2) in ein Gebäude einschließen; εἰς ἔρημον οἶκον Aesch. 1, 182, u. Sp.; Plut. Aemil. 8, vom Getreide. – Übertr, ἀὴρ ἐν τοῖς ὠσὶν ἐγκατῳκοδόμηται Arist. anim. 2, 8.

French (Bailly abrégé)

ἐγκατοικοδομῶ :
ao. ἐγκατῳκοδόμησα, pf. Pass. ἐγκατῳκοδόμημαι;
1 bâtir dans;
2 emprisonner, εἴς τι.
Étymologie: ἐν, κατοικοδομέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκατοικοδομέω:
1 (в чем-л.) строить, пристраивать (φρούρια ἐπὶ τῶν καρτερῶν ἐγκατῳκοδόμηται Thuc.);
2 досл. застраивать, преграждать постройками, перен. лишать свободного выхода, запирать (ὁ ἀὴρ ἐν τοῖς ὠσὶν ἐγκατῳκοδόμηται Arst.; ἡ τρυφὴ ὁδὸν οὐκ ἔχουσα, ἀλλὰ ἐγκατῳκοδομημένη Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκατοικοδομέω: οἰκοδομῶ ἔν τινι τόπῳ, Θουκ. 3. 18. ΙΙ. περικλείω, ἐγκλείω, εἰς ἔρημον οἰκίαν Αἰσχίν. 26. 8: ― μεταφ. ἐν τῷ παθ., ὁ ἀήρ ἐν τοῖς ὠσὶν ἐγκατῳκοδόμηται Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 8, 9.

Greek Monotonic

ἐγκατοικοδομέω: μέλ. -ήσω·
I. χτίζω, οικοδομώ σε μια περιοχή, σε Θουκ.
II. περιτειχίζω, εγκλείω, σε Αισχίν.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to build in a place, Thuc.
II. to immure, Aeschin.