μηδισμός

From LSJ
Revision as of 22:13, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (elru replacement)

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηδισμός Medium diacritics: μηδισμός Low diacritics: μηδισμός Capitals: ΜΗΔΙΣΜΟΣ
Transliteration A: mēdismós Transliteration B: mēdismos Transliteration C: midismos Beta Code: mhdismo/s

English (LSJ)

ὁ, leaning towards the Medes, Medism, Hdt. 4.165, 8.92, Th. 1.95, 135, D. 23.205.

German (Pape)

[Seite 171] ὁ, das medisch Gesinntsein, die Vorliebe für die Meder, Her. 4, 165. 8, 92; Isocr. 4, 157.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
adhésion au parti des Mèdes ou des Perses.
Étymologie: μηδίζω.

Greek Monolingual

ο (Α μηδισμός) μηδίζω
το να παίρνει κάποιος το μέρος τών Μήδων, το να προσχωρεί ή να διάκειται ευνοϊκά προς τους Μήδους («ἐξήλασαν ἐκ τῆς πόλεως καὶ μηδισμὸν κατέγνωσαν», Δημοσθ.).

Russian (Dvoretsky)

μηδισμός: ὁ симпатии к мидянам или к персам, защита мидийских (персидских) интересов Her., Thuc. etc.