λινορραφής
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
λινορραφές, (ῥάπτω)
A sewn of flax, τυλεῖα S.Fr.468; λ. δόμος dub.sens. in A.Supp. 134 (lyr.).
II making nets, ἁλιῆες Nonn. D. 23.131.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
fait de bandes de toile cousues ensemble.
Étymologie: λίνον, ῥάπτω.
German (Pape)
ές, von Leinwand zusammengenäht, oder mit Stricken zusammengefügt; δόμος, von einem ägyptischen Schiffe, Aesch. Suppl. 127; Soph. bei Poll. 10.39.
Bei Nonn. D. 23.131 aktivisch, ἀλιῆες, die Netze zusammenfügend.
Russian (Dvoretsky)
λῐνορρᾰφής: сшитый из льняной ткани (τυλεῖα Soph.): λ. δόμος Aesch. парусный дом, т. е. корабль.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνορρᾰφής: -ές, (ῥάπτω) ἐρραμμένος διὰ λίνου, τυλεῖον Σοφ. Ἀποσπ. 415c· λ. δόμος ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 134, μένει ἀνερμήνευτον. ΙΙ. κατασκευάζων δίκτυα, Νόνν. Δ. 23. 121.
Greek Monolingual
λινορραφής, -ές (Α)
1. ραμμένος με νήμα από λινάρι
2. αυτός ο οποίος κατασκευάζει δίχτια («λινορραφεῖς ἁλιῆες», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -ραφής (< θ. ραφ-, πρβλ. ραφή), πρβλ. δολορραφής, πολυρραφής].