καμπούρης
From LSJ
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος (Πονηρός ἐστ' ἄνθρωπος πᾶς τις † ἀχάριστος) → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
Greek Monolingual
καμπούρα, καμπούρικο και καμπούρικος, καμπούρικη, καμπούρικο (Μ καμπούρης, καμπούρα, καμπούρικο)
1. αυτός που έχει καμπούρα, εξόγκωμα στην πλάτη, με τους ώμους γυρμένους, σκυφτός, καμπουριασμένος, καμπουρωτός
νεοελλ.
1. δημώδης ονομασία του πτηνού που σε παλαιότερα ταξινομικά συστήματα ήταν γνωστό ως αιγολήθης ο ευρωπαϊκός
2. φρ. (γι' αυτούς που δυσαρεστούνται χωρίς λόγο) «δεν σέ είπαμε δα και καμπούρη, που μάς ξίνισες τη μούρη» — δεν είπαμε κάτι προσβλητικό ή υβριστικό για σένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. τουρκ. cambur < ελλ. καμπύλος.