φούρκα
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
Greek Monolingual
(I)
η, ΝΜΑ
1. διχαλωτός πάσσαλος, δικράνι
2. αγχόνη, κρεμάλα
νεοελλ.
1. οργή, θυμός που δεν έχει εκδηλωθεί έμπρακτα, μνησικακία («η φούρκα του δεν περιγράφεται»)
2. φρ. α) «τον έχω φούρκα» — τον έχω μανία, είμαι εξοργισμένος εναντίον του
β) «μέ πιάνει φούρκα» — εξοργίζομαι, θυμώνω
3. παροιμ. «όπου φούρκα και παλούκι και του σκοτωμένου η μάννα» — λέγεται για συμμορία τυχοδιωκτών και αλητών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. furca «δίκρανο στήριγμα»].
(II)
η, Ν
στενό ορεινό πέρασμα, στενωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προέλευσης].