φοῦρκα
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
Greek Monolingual
(I)
η, ΝΜΑ
1. διχαλωτός πάσσαλος, δικράνι
2. αγχόνη, κρεμάλα
νεοελλ.
1. οργή, θυμός που δεν έχει εκδηλωθεί έμπρακτα, μνησικακία («η φούρκα του δεν περιγράφεται»)
2. φρ. α) «τον έχω φούρκα» — τον έχω μανία, είμαι εξοργισμένος εναντίον του
β) «μέ πιάνει φούρκα» — εξοργίζομαι, θυμώνω
3. παροιμ. «όπου φούρκα και παλούκι και του σκοτωμένου η μάννα» — λέγεται για συμμορία τυχοδιωκτών και αλητών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. furca «δίκρανο στήριγμα»].
(II)
η, Ν
στενό ορεινό πέρασμα, στενωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προέλευσης].
Translations
gallows
Arabic: مِشْنَقَة; Egyptian Arabic: مشنقة; Armenian: կախաղան; Azerbaijani: dar ağacı; Basque: urkamendi; Belarusian: шыбеніца; Bulgarian: бесило, бесилка; Burmese: ကြိုးစင်; Catalan: forca; Chinese Hokkien: 絞刑架, 绞刑架; Mandarin: 絞刑架, 绞刑架, 絞架, 绞架, 絞臺, 绞台; Czech: šibenice; Danish: galge; Dutch: galg; Esperanto: pendumilo, pendigilo; Estonian: võllas; Faroese: gálgi; Finnish: hirsipuu, hirsi, hirttopaikka; French: gibet, potence; Georgian: სახრჩობელა; German: Galgen; Alemannic German: Galge; Greek: αγχόνη, κρεμάλα; Ancient Greek: ἀγχόνη, ξύλον, φοῦρκα; Hebrew: גַּרְדּוֹם; Hungarian: akasztófa, bitófa, bitó; Icelandic: gálgi; Irish: croch; Italian: forca, patibolo; Japanese: 絞首台; Kazakh: дар, дар ағашы; Korean: 교수대(絞首臺); Kurdish Northern Kurdish: sêdare; Kyrgyz: дар, дарга; Latin: arbor, gabalus, patibulum; Latvian: kārtavas; Lithuanian: kartuvės; Low German German Low German: Galgen; Luxembourgish: Gaalgen; Macedonian: бесилка; Maori: pou tārore; Nogai: аскак; Norman: gibet; Norwegian: galge; Persian: چوبه دار, دار; Plautdietsch: Gaulj; Polish: szubienica; Portuguese: forca, cadafalso; Romanian: spânzurătoare; Russian: виселица, шибеница; Serbo-Croatian Cyrillic: шибеница, ве̏шала, вје̏шала; Roman: šibenica, vešala, vjȅšala; Slovak: šibenica; Slovene: vislice; Spanish: horca, patíbulo; Swedish: galge, galgbacke; Tagalog: bibitayan; Tajik: чӯбаи дор, дор; Tatar: дар; Thai: ตะแลงแกง; Turkish: darağacı; Ukrainian: шибениця; Uzbek: dor; Vietnamese: giá treo cổ, giá xử giảo; Vilamovian: guolgia; Welsh: crocbren; West Frisian: galge; Yiddish: תּליה; Zazaki: darağaci, darahenıki