ἀνθοσμίας

From LSJ
Revision as of 05:52, 5 October 2024 by lsj>Spiros

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθοσμίας Medium diacritics: ἀνθοσμίας Low diacritics: ανθοσμίας Capitals: ΑΝΘΟΣΜΙΑΣ
Transliteration A: anthosmías Transliteration B: anthosmias Transliteration C: anthosmias Beta Code: a)nqosmi/as

English (LSJ)

ἀνθοσμίου, ὁ, redolent of flowers, almost always of wine, οἶνος ἀνθοσμίας with a fine bouquet, Hp.Steril.235, Ar.Pl.807, Ra.1150, Pherecr. 108.30; also ἀνθοσμίας (sc. οἶνος) X.HG6.2.6, Luc.Sat.22:—in Id.Lex.2 ἀ. λειμῶνες, as a pedantic phrase:—also ἀνθόσμιος, ον, Sch.Ar.Ra.1150.

Spanish (DGE)

-ου
• Alolema(s): ἀνθόσμιος, -ον Sch.Ar.Ra.1150
que huele a flores esp. del vino οἶνος ἀνθοσμίας Hp.Steril.235, Ar.Ra.1150, Pl.807, Pherecr.108.30, Longus 4.10
en gener. λειμῶνες Luc.Lex.2
subst. vino oloroso X.HG 6.2.6, Plu.2.663d, Luc.Ep.Sat.22, cf. ἀνθοσμίας· ὁ ἀνθέων ὀσμὴν ἔχων οἶνος Et.Gen.883.

German (Pape)

[Seite 233] ὁ, Blumen duftend, λειμῶνες Luc.; gew. οἶνος, Ar. Plut. 807 Ran. 1150; vgl. Phereer. Ath. VI, 268 e (V. 30); Alcman. ἄνθεος ὄσδων οἶνος Ath. I, 31 c, nicht bloß alter, lieblich duftender Wein, sondern auch künstlich bereiteter; vgl. Ath. I, 32 a; ohne οἶνος, Xen. Hell. 6, 2, 6; Luc. Ep. Saturn. 22.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui exhale une odeur de fleurs ; ἀνθοσμίας οἶνος AR ou abs. ἀνθοσμίας XÉN vin au bouquet agréable.
Étymologie: ἄνθος, ὀσμή.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθοσμίας: ου adj. m благоухающий цветами, душистый (λειμῶνες Luc.; οἶνος Arph., Xen., Plut., Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθοσμίας: -ου, ὁ, (ὀσμὴ) ὁ πλήρης εὐωδίας ἀνθέων, σχεδὸν πάντοτε ἐπὶ οἴνου· οἶνος ἀνθοσμίας Ἀριστ. Πλ. 807 (ἔνθα ἴδε ἑρμηνευτ.), Βάτρ. 1150· πλήρεις κύλικας οἴνου μέλανος ἀνθοσμίου Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 30· ὡσαύτως ἀνθοσμίας (ἐξυπακουομένου τοῦ οἶνος) Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 6, Λουκ. Κρον. 22: - Ἐν Λουκ. Λεξιφ. 2, ἀνθ. λειμῶνες εἶναι σχολαστικὴ φράσις. - Ὁ Σχολ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἔχει καὶ τὸν τύπον ἀνθόσμιος, ον.

Greek Monolingual

ἀνθοσμίας, ο (Α)
1. αυτός που ευωδιάζει σαν λουλούδι
2. (για το κρασί) μοσχάτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + οσμή].

Greek Monotonic

ἀνθοσμίας: -ου, ὁ (ἄνθος, ὀσμή), αρωματικός, εύοσμος από λουλούδια, λέγεται για το κρασί, οἶνος ἀνθ., με ένα όμορφο «μπουκέτο», σε Αριστοφ.· ομοίως, ἀνθοσμίας μόνο του, σε Ξεν., Λουκ.

Middle Liddell

ἄνθος, ὀσμή
redolent of flowers, of wine, οἶνος ἀνθ. with a fine "bouquet", Ar.; so ἀνθοσμίας alone, Xen., Luc.