πρόσβορρος
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
English (LSJ)
πρόσβορρον, towards or exposed to the north wind, E.Ion 11,937, Thphr. HP 9.2.3, v.l. in Arist.GA783a31: Sup. -βορρότατος Str.Chr. 11.48.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tourné vers le nord, exposé au nord.
Étymologie: πρός, βορέας.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσβορρος -ον [πρός, βορέας] naar het noorden gelegen.
German (Pape)
= πρόσβορος.
Russian (Dvoretsky)
πρόσβορρος: обращенный к северу (πέτραι Eur.): ἐν τοῖς προσβόρροις (v.l. πρὸς βορρᾶν) Arst. на севере.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που βρίσκεται προς βορράν, ο εκτεθειμένος στον βόρειο άνεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -βορρος (< βορρᾶς].
Greek Monotonic
πρόσβορρος: -ον (βορρᾶς), εκτεθειμένος στον βορρά, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσβορρος: -ον, ὁ πρὸς βορρᾶν κείμενος ἢ εἰς τὸν βόρειον ἄνεμον ἐκτεθειμένος, Εὐρ. Ἴων 11. 937, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 2, 3, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 22.
Middle Liddell
πρόσ-βορρος, ον, [βορρᾶς]
exposed to the north, Eur.