ποιονόμος
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
English (LSJ)
ποιονόμον, (νέμω)
A feeding on grass or herbs, βοτά A.Ag.1169 (lyr.).
II proparox. ποιόνομος, ον, (ομή) with rich grassy fields, τόποι Id.Supp.50 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 652] 1) Gras, Kräuter weidend, verzehrend, Aesch. Ag. 1142. – 2) ποιόνομος, mit grasigen, kräuterreichen Wiesen, τόποι, Aesch. Suppl. 49.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui broute l'herbe.
Étymologie: ποία, νέμω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποιονόμος -ον [ποία, νέμω] grasetend.
Russian (Dvoretsky)
ποιονόμος: поедающий траву (βοτά Aesch.).
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που βόσκει σε τόπους γεμάτους χόρτο, που τρώει χόρτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόα / ποία + -νόμος].
Greek Monotonic
ποιονόμος: -ον (νέμω), αυτός που τρέφεται με πρασινάδα ή χόρτα, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
ποιονόμος: -ον, (νέμω) ὁ νεμόμενος πόαν, τρώγων πόαν, βοτὰ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1169, ΙΙ. προπαροξ. ποιόνομος, ον, (νομή) ὁ ἔχων νομὰς πλήρεις πόας, τόποι ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 50.