συναμφότεροι

From LSJ
Revision as of 14:34, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναμφότεροι Medium diacritics: συναμφότεροι Low diacritics: συναμφότεροι Capitals: ΣΥΝΑΜΦΟΤΕΡΟΙ
Transliteration A: synamphóteroi Transliteration B: synamphoteroi Transliteration C: synamfoteroi Beta Code: sunamfo/teroi

English (LSJ)

αι, α,
A both together, Thgn.820, Hdt.1.147, 3.97, al., SIG56.5 (Argos, v B.C.); τὰ σ. Pl.Phlb. 46c, etc.
2 sg. in collective tive sense, ὁ σ. [βίος] ib.22a; τὸ σ. the complex of both, Id.Smp.209b, Ti.87e, Epicur.Sent.3. Gal.6.237, Plot.4.3.26, 6.9.2; or without the Art., Pl.R. 400c, Sph.250c, Gal.16.743; τοῦτο σ. this united power, D.2.14.
3 Math., of the sum of two things, συναμφότερα τὰ Δ, M,.. Euc.5.8: more freq. in sg., συναμφότερος ὁ Α, Δ, the sum of Α, Δ, Id.7.5; συναμφότερος ὁ ΑΓ the sum ΑΓ (sc. of AB, ΒΓ), ib.28, cf. Papp.94.7: neut. as substantive, τὸ σ. ὅ τε κύκλος καὶ τὸ Β Χωρίον Archim.Sph.Cyl.1.6, cf. 2.9, Spir.27.

French (Bailly abrégé)

αι, α;
les uns et les autres ensemble, tous les deux ensemble ; au sg. collect. qui concerne deux personnes ou deux choses ensemble.
Étymologie: σύν, ἀμφότεροι.

Greek (Liddell-Scott)

συναμφότεροι: -αι, -α, ἀμφότεροι ὁμοῦ, Θέογν. 818, Ἡρόδ. 1. 147., 3. 97, κ. ἀλλ., καὶ Ἀττ.· τὰ ξ. Πλάτ. Φίληβ. 46C, κτλ. 2) ἑνικ., ἐπὶ περιληπτικῆς σημασίας, ὁ ξ. βίος αὐτόθι 22Α· τὸ ξ. = συναμφότεροι, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 209Β, ἐν Τιμ. 87Ε ἢ ἄνευ τοῦ ἄρθρου, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 400C· τοῦτο συναμφότερον, ἡ ἡνωμένη αὕτη δύναμις, Δημ. 22. 6.

Greek Monotonic

συναμφότεροι: -αι, -α, μαζί και οι δυο, σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.· ενικ. με περιληπτική σημασία, τὸ ξυναμφότερον = συναμφότεροι, σε Πλάτ.· τοῦτο συναμφότερον, η ενωμένη αυτή δύναμη, σε Δημ.

Middle Liddell

συν-αμφότεροι, αι, α,
both together, Theogn., Hdt., Attic:—sg. in collective sense, τὸ ξ. = συναμφότεροι, Plat.; τοῦτο συναμφότερον this united power, Dem.

English (Woodhouse)

both together

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

simul utrique, at the same time both, 3.107.3, 5.81.2. 7.1.5. 7.19.3. 7.70.4, 8.26.1.