αγιαστούρα

From LSJ
Revision as of 10:43, 19 November 2024 by Spiros (talk | contribs)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque

Greek Monolingual

και αγιαστήρα, η
1. το σκεύος (συνήθως ορειχάλκινο), που περιέχει αγιασμένο νερό, με το οποίο ραντίζει ο ιερέας τους πιστούς
2. κλωνάρι βασιλικού, που χρησιμοποιεί ο ιερέας για να ραντίσει με αγιασμό τους πιστούς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μσν. ἁγιαστούριν < μτγν. ἁγιαστήριον.

Wikipedia EL

Αγιαστούρα ή αγιαστήρα ή ραντιστήρι ονομάζεται η δέσμη βασιλικού που μαζί με τον σταυρό χρησιμοποιεί ο ιερέας για να ραντίζει τους πιστούς με τον αγιασμό. Επίσης ονομάζεται το δοχείο όπου τοποθετείται ο αγιασμός, και το μυροδοχείο σε σχήμα αχλαδιού με ψηλό λαιμό, με το οποίο γίνεται το ράντισμα. Επίσης λέγεται και ράντιστρο ή ραντιστήρι διότι με αυτό ραντίζει ο ιερέας τους πιστούς. Το αντίστοιχο σκεύος στην Καθολική Εκκλησία λέγεται aspergillum.

Translations

aspergillum

Afrikaans: wykwas; Armenian: ցողիչ; Old Armenian: մշտիկ; Catalan: aspersori; Czech: kropáč, kropěnka; Dutch: wijwaterkwast; English: aspersorium, aspergil, aspergillum; Finnish: vihmin; French: goupillon; German: Aspergill, Weihwassersprengel, Sprengel, Weihwasserwedel, Sprengwedel, Weihwedel; Greek: αγιαστήρα, αγιαστούρα; Ancient Greek: ἀπορραντήριον, περιρραντήριον; Icelandic: kvöstur, stökkull; Irish: aisréad; Old Irish: esríat; Italian: aspersorio; Latin: aspergillum; Normand: évipilloun; Norwegian: aspergil; Polish: kropidło; Portuguese: hissope, aspersório, hissope; Russian: кропило; Sicilien: aspersòriu; Slovak: kropenička; Slovenian: aspergil; Spanish: hisopo, aspersorio; Wallon: boubou