σταθμός
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
ὁ, in Trag., etc., with heterocl. pl. σταθμά, S.Ph.489, OT 1139, E.HF999, X.Eq.4.3, etc.; σταθμοί however occurs not only in Hom. (v. infr.), but in E.Andr.280, Or.1474 (both lyr.):—
A standing-place for animals, farmstead, steading, τὼ μὲν (the lions) ἄρ', ἁρπάζοντε βόας καὶ ἴφια μῆλα, σταθμοὺς ἀνθρώπων κεραΐζετον Il.5.557, cf. 12.304; κατὰ σταθμοὺς δύεται 5.140; κατὰ σ. ποιμνήϊον 2.470; σταθμῷ ἐν οἰοπόλῳ 19.377, cf. Hes.Th.294; sts. including the human dwelling, Od.14.504; of a swineherd's steading, ib.32; of a sheepstation, Il.5.140, 18.589, cf. E.Rh.293; of the stable of the griffin of Oceanus, A.Pr.398; of a deer's lair, Arist.HA578b21, 611a20. 2 of men, dwelling, abode, Pi.O.5.10 (pl.), P.4.76 (pl.); Ἀΐδα Id.O.10 (11).92; οὐρανοῦ Id.I.7(6).45; Εὐβοίας σταθμά S.Ph.489, cf. PCair.Zen.344.2 (iii B.C.), BGU1185.13 (i B.C.), etc. 3 quarters, lodgings for travellers or soldiers, Hdt.7.119, X.An.1.8.1, al., SIG880.15 (Pizus, iii A.D.), etc.; soldier's billet, PStrassb.92.4 (iii B.C.), etc. 4 quarter of a town, PRyl.102.8 (ii A.D.). 5 in Persia, of stations or stages on the royal road, where the king rested in travelling, σ. βασιλήϊοι Hdt.5.52, cf. 6.119, Plu.Art.25: hence in reference to Persia, of distances, a day's march (about 5 parasangs or 150 stades), X.An.1.2.10; posting-station in the desert, σ. καὶ φρούρια OGI701.13 (Egypt, ii A.D., pl.). 6 station for ships, E.Rh.43 (lyr.), Lyc. 290. II upright standing-post, freq. in Hom.; sts. of the bearing pillar of the roof, παρὰ σταθμὸν τέγεος Od.1.333, 8.458, 18.209; παρὰ σ. μεγάροιο 17.96, cf. 22.120,257: in pl., E.IT49; also doorpost, Od.4.838, 17.340: pl., ἀργύρεοι σ. ἐν χαλκέῳ ἕστασαν οὐδῷ 7.89, cf. 10.62, Il.14.167, Hdt.1.179, S.El.1331, E.Or.1474 (lyr.): later, pl. σταθμά in this sense, Id.HF999, Ar.Ach.449, IG22.1672.70, 173, 42(1).103.94 (Epid., iv B.C.); σ. θυράων Theoc.24.15: σταθμός alone, = threshold, door, LXX4 Ki.12.9, al. III (ἵστημι A. IV) balance, γυνὴ . . σταθμὸν ἔχουσα Il.12.434; ἱστᾶσι σταθμῷ πρὸς ἀργύριον τὰς τρίχας weigh them against silver, Hdt.2.65; ἐπὶ τὸν σ. ἀγαγεῖν Ar. Ra.1365; ἐς τὸν σ. ἐμβάς ib.1407; ἕλκειν σ. weigh so much, Hdt.1.50, cf. Eup.116. 2 weight, σίτου σ. Hdt.2.168; σ. ἔχοντες τριήκοντα τάλαντα Id.1.14; διαφέρειν ἐν τῷ σ. Hp.Aër.1: abs., in acc., ἀναθήματα ἴσα σταθμὸν τοῖσι . .equal in weight to... Hdt.1.92; ἡμιπλίνθια σταθμὸν διτάλαντα two talents in or by weight, ib.50; Βαβυλώνιον σταθμὸν τάλαντον a talent, Babylonian weight, Id.3.89, cf. Th.2.13; ᾧ πλείω παρὰ τὸν σ. excess resulting from difference of standard, PCair.Zen.782 (a).141 (iii B.C.); μυρίος χρυσοῦ σ. E.Ba.812; σ. [θύννου] ἦν τάλαντα ιε' Arist.HA607b32; νόμισμα . . ὁρισθὲν μεγέθει καὶ σταθμῷ Id.Pol.1257a39. 3 fixed standard of health, Hp.VM 9, Steril.230.
German (Pape)
[Seite 928] ὁ (ἵστημι, vgl. στάθμη), bei den Attikern nicht selten mit dem heterogenischen plur. τὰ σταθμά, 1) ein aufrecht stehender Pfosten, Pfeiler, Ständer; bei Hom. bald von dem Hauptpfeiler, welcher die Decke eines Gemaches trägt, στῆ ῥα παρὰ σταθμὸν τέγεος, Od 1. 333. 8, 458 u. öfter. vgl. 17, 96, bald von den Thürpfosten, ἐν δὲ σταθμοὺς ἄρσε, θόρας δ' ἐπέθηκε, 21, 45; θύρας σταθμοῖσιν ἐπῆρσεν, Il. 14, 167. 339; ἀργύρεοι σταθμοὶ ἐν χαλκέῳ ἕστασαν οὐδῷ, Od. 7, 89; παρὰ σταθμοῖσιν ἐπ' οὐδοῦ, 10, 62, u. sonst; Soph. El. 1323 εἰ σταθμοῖσι τοῖσδε μὴ 'κύρουν ἐγὼ πάλαι φυλάσσων, Schol. ἐν ταῖς παραστάσιν; Eur. σταθμοὺς μοχλοῖσιν ἐκβαλόντες, Or. 1474; ἄπελθε λαΐνων σταθμῶν, Ar. Ach. 424; πύλαι χάλκεαι πᾶσαι καὶ σταθμοί τε καὶ ὑπέρθυρα, Her. 1, 179; σταθμὰ θυράων, Theocr. 24, 15, u. sonst einzeln bei Sp. – 2) Standort, z. B. der Schiffe, Eur. Rhes. 43; bes. Stand, der Ort, wo Menschen od. Hausthiere stehen u. sich aufhalten, Stall; bei Hom. durchgängig von ländlichen Wohnungen, Gehöft, wo bes. an Viehställe zu denken, κατὰ σταθμὸν ποιμνήϊον Il. 2, 470, μυῖαι σταθμῷ ἔνι 16, 642, u. öfter; vgl. noch σταθμὸν δὲ κύνες καὶ βώτορες ἄνδρες ῥύατ' ὄπισθε μένοντες, Od. 17, 200; in Gleichnissen der Löwe erwähnt, der in solch Gehöft einbricht, um Vieh zu rauben; Il. 18, 589 ist verbunden (οἰῶν) σταθμούς τε κλισίας τε κατηρεφέας ἰδὲ σηκούς, im plur., wie Hes Th. 444. So auch Pind. Πέλοπος παρ' εὐηράτων σταθμῶν, Ol. 5, 10; übh. Wohnung, Hes. Th. 294; εἰς Ἀΐδα σταθμόν, Pind. Ol. 11, 92; ἐς οὐρανοῦ σταθμούς, I. 6, 45; σταθμοῖς ἐν οἰκείοισι, Aesch. Prom. 396; λέγοιμ' ἂν ἄνδρα τόνδε τῶν σταθμῶν κύνα, Ag. 870; χειμῶνα τἀμά τ' εἰς ἔπαυλ' ἐγὼ ἤλαυνον, οὗτός τ' εἰς τὰ Λαΐου σταθμά, Soph. O. R. 1139; eigtl., Stall, ἐν σταθμοῖσιν ἱππικοῖς, Eur. Or. 1449, vgl. Andr. 280. – Bes. Standquartier, Nachtquartier für Reisende od. Soldaten auf dem Marsche. – Im persischen Reiche hießen σταθμοί die Orte, wo der König auf seinen Reisen einzukehren u. zu übernachten pflegte, eine Art Etappen oder Stationen, βασιλήϊοι σταθμοί, Her. 2, 152. 6, 119; dah. in Beschreibung persischer Gegenden als Bestimmung der Entfernung, eine Tagereise, ein Tagemarsch, gew. eine Strecke von fünf Parasangen, oft bei Xen. An., z. B. 1, 2, 5; doch hing es jedesmal vom Feldherrn ab, wie lang er die σταθμοί machen wollte, vgl. 2, 2, 12. – 3) das Gewicht, womit man wägt, ἤτε σταθμὸν ἔχουσα καὶ εἴριον ἀμφὶς ἀνέλκει ἰσάζουσα, Il. 12, 434; das Gewicht, das ein Körper wiegt, die Schwere, ἡμιπλίνθια σταθμὸν διτάλαντα, Her. 1, 50. 92; ὀπτοῦ σίτου σταθμός, 2, 168; auch die Wage, ἱστᾶσι σταθμῷ πρὸς ἀργύριον τὰς τρίχας, 2, 65; in dieser Bdtg plur. immer σταθμά; Seph. ἐφεῦρε σταθ μῶν, ἀριθμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα, Irg. 379; μύριον δοὺς χρυσοῦ σταθμόν, Eur. Bacch. 810; μέρη σταθμῶν ἰσότης ἔταξε, Phoen. 544; ἐπὶ τὸν σταθμὸν γὰρ αὐτὸν ἀγαγεὶν βούλομαι, Ar. Ran. 1361; Wagschale, 1403; τὸ ἄγαλμα ἔχει τεσσαράκοντα τάλαντα σταθμὸν χρυσίοο, 40 Talente Goldes an Gewicht, Thuc. 2, 13; τοῦ βαρυτέρου καὶ κουφοτέρου σταθμοῦ, Plat. Charm. 166 b, u. öfter; τὸν ῤυθμὸν τοῦ θώρακος πότερον τῷ μέτρῳ ἢ σταθμῷ ἐπιδεικνύων τιμᾷς, Xen. Mem. 3, 10, 10; νόμοις δὲ χρῆσθαι τοῖς Σόλωνος καὶ μέτροις καὶ σταθμοῖς, Andoc. 1, 83, wie Pol. 2, 37, 10; übtr. οὐκ ἴσον ἄγει σταθμὸν μνησικακία καὶ φίλου χάρις, Plut. de am. mult. p. 297.