ἀνίατος
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
English (LSJ)
[ῑ], Ion. ἀν-ίητος, ον,
A incurable, Hp.Aph.7.87; ἕλκος, τραῦμα, Pl.Lg.877a, 878c: also in moral sense, πράγματα ib.660c; ἀ. καὶ ἀνήκεστα κακά Aeschin.3.156; ἀνελευθερία ἀ. ἐστιν Arist.EN1121b13. 2 of persons, incurable, incorrigible, Pl.R.410a, Grg.526b; ἀ. κατὰ τὴν μοχθηρίαν Arist.EN1165b18, al. Adv. ἀνιάτως, ἔχειν to be incurable, Pl.Phd.113e, D.18.324; οἱ ἀ. κακοί Arist.EN1137a29. II Act., ἀ. μετάνοια unavailing repentance, Antipho 2.4.12.
German (Pape)
[Seite 236] unheilbar, ἕλκος, τραῦμα, Plat. Legg. 877 a 878 c; von Menschen, Gorg. 526 b u. sonst; ἀνιάτως ἔχειν Phaed. 113 e; Dion. Hal. 7, 48.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνίᾱτος: Ἰων. -ίητος, ον, ὁ μὴ ἰατός, ἀνιάτρευτος, Ἱππ. Ἀφ. 1262· ἕλκος, τραῦμα Πλάτ. Νόμ. 877Α, 878C· ὡσαύτως ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, πράγματα αὐτόθι 660C· ἀν. καὶ ἀνήκεστα κακὰ Αἰσχίν. 75. 42· ἀνελευθερία ἀν. ἐστιν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 37. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀδιόρθωτος. Πλάτ. Πολ. 410Α, Γοργ. 526Β· ἀν. διὰ μοχθηρίαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 3, 3, καὶ ἀλλαχοῦ: οὕτως ἐπίρρ., ἀνιάτως, οἱ δ’ ἂν δόξωσιν ἀνιάτως ἔχειν διὰ τὰ μεγέθη τῶν ἁμαρτημάτων Πλάτ. Φαίδων 113Ε, Δημ. 332. 21· οἱ ἀν. κακοὶ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5, 9, 17. II. ἐνεργ., ἀν. μετάνοια, ἀνωφελής, ματαία, πρὸς οὐδὲν ἰσχύουσα, Ἀντιφῶν 120. 29.