θῦμα
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
ατος, τό, (θύω A)
A victim, sacrifice, SIG56.31 (Argos, v B.C.), A. Ag.1310, S.Ph.8,Ar.Av.901, Wilcken Chr.1 iii 3 (iii B.C.), etc.; τὸ θ. τοῦ Ἀπόλλωνος Th.5.53; θ. θύειν, θύσασθαι, Pl.Plt.290e, R.378a, etc.; usu. of animals, but πάγκαρπα θ. offerings of all fruits, S.El.634; <ἁγνὰ> θ., opp. ἱερεῖα, expld. by Sch. as cakes in the form of animals, Th.1.126, cf. Pl.Lg.782c, Poll.1.26: prov., θ. Δελφόν 'Barmecide's feast', Call.Iamb.1.98. 2 pl., of animals slaughtered for food, LXX Ge.43.16. 3 metaph., of persons, θ. λεύσιμον, prob. of Clytemnestra, A.Ag.1118 (lyr.); πρόκεισθε θύματα τῆς ἡμετέρας ἐξουσίας Hdn.2.13.5. II act of sacrifice, ὧδ' ἦν τὰ κείνης θ. S.El.573. [θῠμα only Supp.Epigr.2.518 (Rome, iv A.D.), cf. Hdn.Gr.2.15.]
German (Pape)
[Seite 1222] τό, das Geopferte, nach Phot. zunächst vom Weihrauch, ἐφέστια Aesch. Ag. 1310, πάγκαρπα Soph. El. 624; dann von Thieren, u. übh. Opfer, Ant. 903; neben λοιβή Phil. 8; neben εὐχαί O. R. 239 u. öfter, wie Plat. Legg. X, 888 c; θύεσθαι Rep. II, 578 a; Legg. VI, 782 c θύματα οὐκ ἦν τοῖς θεοῖς ζῷα, πέλανοι δὲ καὶ μέλιτι καρποὶ δεδευμένοι καὶ τοιαῦτα ἄλλα ὁγνὰ θύματα; – θῦμα ποιεῖν, hinopfern, Gaet. 5 (VII, 354).
Greek (Liddell-Scott)
θῦμα: τό, (θύω) τὸ θυσιαζόμενον ἢ προσφερόμενον, προσφορά, σφάγιον, Τραγ., ὡς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1310, Σοφ. Φ. 8· τὸ θ. τοῦ Ἀπόλλωνος Θουκ. 5. 53· θ. θύειν, θύεσθαι Πλάτ. Πολιτ. 290Ε, Πολ. 378Α, κτλ.: - τὸ πλεῖστον ἐπὶ ζῴων, ἀλλὰ πάγκαρπα θ., προσφοραὶ ἐκ παντὸς καρποῦ, Σοφ. Ἠλ. 634, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 782C· ἐπιχώρια θ., κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἱερεῖα, λέγεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. ὅτι εἶναι πλακούντια ἢ ζυμαρικὰ ἀπεικονίζοντα ζῷα, Θουκ. 1. 126. ΙΙ. θυσία, ὡς πρᾶξις, ὧδ’ ἦν τὰ κείνης θ. Σοφ. Ἠλ. 573· μεταφ., θ. λεύσιμον, ἡ θυσία τοῦ Ἀγαμέμνονος ἧς πρέπει νὰ γείνῃ ἐκδίκησις διὰ τῆς λιθοβολήσεως τῆς Κλυταιμνήστρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1118· θύματα τῆς ἡμετέρας ἐξουσίας Ἡρῳδιαν. 2. 13, 10.