σκίρτημα
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
ατος, τό,
A bound, leap, esp. of restive or frightened animals, ἐμμανεῖ σ. ᾖσσον A.Pr.675, cf. 599 (lyr.); ποδῶν σκιρτήματα ἔλαυνε E.HF836, cf. Hec.526, etc.
German (Pape)
[Seite 900] τό, Sprung, Tanz; ἐμμανεῖ σκιρτήματι ᾖσσον, Aesch. Prom. 678; Βάκχου, Eur. Bacch. 169; ποδῶν σκιρτήματα, Herc. Fur. 836; Sp., wie Plut., Luc. Bacch. 5.
Greek (Liddell-Scott)
σκίρτημα: τό, τίναγμα, πήδημα, μάλιστα ἐπὶ δυσπειθῶν ἢ πεφοβησμένων ζῴων, σκιρτημάτων δὲ νήστισιν αἰκίαις λαβρόσυτος ἦλθον Αἰσχύλ. Πρ. 600, πρβλ. 675· ποδῶν σκιρτήματα ἔλαυνε Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 236, πρβλ. Ἑκ. 526, κτλ. - Ἐντεῦθεν ἐπίρρ. σκιρτηματικῶς, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1125.