πολύδακρυς
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
ῠος, ὁ, ἡ, (δάκρυ)
A of or with many tears: hence, I muchwept, lamented, Ἄρης, πόλεμος, ὑσμίνη, Il.3.132,165,17.544; μῆτις B. 15.24; Ἴτνς Ar.Av.212 (anap.); tearful, ἰαχά, γόος, A.Pers.940 (lyr.), Ch.449 (lyr.); π. ἁδονά E.El.126 (lyr.). II of persons, much-weeping, Id.Ph.366, Supp.Epigr.4.719 (Bithynia).
German (Pape)
[Seite 661] υος, von oder mit vielen Thränen, viel Thränen verursachend, sehr beweinenswerth; Ἄρης, Kampf, Il. 3, 132, wie πόλεμος, ib. 165 u. öfter; ὑσμίνη, 17, 544; ἰαχά, Aesch. Pers. 902; Luc. Halc. 1, – aber auch wie das Folgde, γόος, thränenreich, Aesch. Ch. 442, ἡδονή, Eur. El. 126.
Greek (Liddell-Scott)
πολύδακρῠς: -ῠος, ὁ, ἡ, (δάκρυ) ὁ ἔχων πολλὰ δάκρυα, ὁ μετὰ πολλῶν δακρύων· ὅθεν, Ι. δι’ ὃν πολλὰ δάκρυα χύνονται, θλιβερός, λυπηρός, Ἄρης, πόλεμος, ὑσμίνη Ἰλ. Γ. 132, 165, Ρ. 544· ἰαχή, γόος Αἰσχύλ. Πέρσ. 939, Χο. 449· π. ἡδονὴ Εὐρ. Ἠλ. 126. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ πολὺ δακρύων, κλαίων, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 366, Ἀριστοφ. Ὄρν. 212.
French (Bailly abrégé)
υος (ὁ, ἡ)
1 qui fait verser ou qui provoque des larmes abondantes;
2 accompagné de larmes abondantes (cri, gémissement).
Étymologie: πολύς, δάκρυ.