ἀσυνήθεια
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
English (LSJ)
ἡ,
A unfamiliarity, Arist.Metaph.995a2, Thphr.HP9.17.2; ἀ. τοῦ δικολογεῖν inexperience in... Arist.Rh.1368a21, cf. Plb. 15.32.7.
German (Pape)
[Seite 380] ἡ, Ungewohntheit, Arist. rhet. 1, 9; Theophr.; Unbe Kanntschaft (aus Mangel an Umgang), τῶν παρεστώτων Pol. 15, 32.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνήθεια: ἡ, ἔλλειψις συνηθείας ἢ πείρας, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσικὰ 1 (ἔλαττον), 3, 1, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 17, 2· ἀσ. τοῦ δικολογεῖν, ἔλλειψις πείρας ἐν τῷ..., Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 38, πρβλ. Πολύβ. 15. 32, 7.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 défaut d’habitude;
2 défaut d’expérience, ignorance de, gén..
Étymologie: ἀσυνήθης.