εὐδαίμων

From LSJ
Revision as of 19:31, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδαίμων Medium diacritics: εὐδαίμων Low diacritics: ευδαίμων Capitals: ΕΥΔΑΙΜΩΝ
Transliteration A: eudaímōn Transliteration B: eudaimōn Transliteration C: evdaimon Beta Code: eu)dai/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A blessed with a good genius: hence, fortunate, τάων εὐδαίμων τε καὶ ὄλβιος happy in respect to them (the days), Hes.Op.826; εὐ. καὶ ὄλβιος Thgn.1013; εὐ. καὶ ὑμνητός Pi.P.10.22: freq. in Trag., A.Pr.647, Pers.768, S.Ant.582, etc.: c. gen. rei, happy in or on account of... Hes. l.c.; εὐ. τοῦ τρόπου Pl.Phd.58e; ironically, εὐ. εἶ, ὅτι οἴει . . Id.R.422e; τὸ εὔδαιμον, = εὐδαιμονία, Th.2.43. Adv. -μόνως E.Or.601, Ar.Pl.802, Arist.Pol. 1281a2, etc.: Comp. -έστερον, διάγοντες X.An.3.1.43: Sup., πόλις -έστατα διάξει Pl.Lg.710b.    2 of outward prosperity, wealthy, οἱ εὐδαίμονες αὐτῶν Hdt.1.133, cf. 196,5.8, Th.1.6, etc.; ἐν πολλοῖς χρήμασιν εὐδαίμονες ὄντες Lys.32.17; οἱ πλούσιοι καὶ εὐ. Pl.R.406c; οἰκία μεγάλη τε καὶ εὐ. Id.Prt.316b; αἱ Ἀθῆναι μεγάλαι τε καὶ εὐδαίμονες Hdt.8.111; Εὐβοίῃ, νήσῳ μεγάλῃ τε καὶ εὐ. Id.5.31; Κυράνα Pi. P.4.276, etc.; πόλις εὐ. Gorg.Fr.10 D.; Ἀραβία εὐ. Peripl. MRubr.26; γῆ ἀρόσαι οὐκ εὐ. Philostr.Im.2.24; opp. εὐτυχής, ὄλβου δ' ἐπιρρυέντος εὐτυχέστερος ἄλλου γένοιτ' ἂν ἄλλος, εὐδαίμων δ' ἂν οὔ E.Med. 1230.    3 truly happy, βίος Pl.Phlb.11d; ὁ εὖ ζῶν μακάριός τε καὶ εὐ. Id.R.354a, cf. 580b (Sup.), Arist.EN1098b21, etc.

German (Pape)

[Seite 1060] ον, eigtl. der einen guten Dämon hat, der ihn geleitet; beglückt, glückselig, Hes. O. 824 u. Folgde überall; begütert, reich, Pind., ἀνήρ, Κυρήνη, P. 10, 22. 4, 267 (so auch Sp. oft von Städten, namentlich von Athen, Her. 8, 111, in Xen. An. oft πόλις μεγάλη τε καὶ εὐδαίμων); πότμος, βίοτος, Ol. 2, 20 N. 7, 100; Aesch. Κῦρος, ἀνήρ, Pers. 754 Ag. 516 u. öfter; εὐδαίμονες, οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών Soph. Ant. 578; Ἀθῆναι O. C. 283; ὄλβος O. R. 1197; βίον ἔχειν εὐδαίμονα Eur. I. T. 915; Ἑλλάς, Θησέως χώρα, 1482 Tr. 209; εὐδαίμονα πράσσειν El. 1359; im Ggstz von εὐτυχής, Med. 1230; Ἥρη Ar. Av. 1741, wie θεός Plat. Tim. 34 b Phaedr. 247 a; ὅ γε εὖ ζῶν μακάριός τε καὶ εὐδ. Plat. Rep. I, 354 a; οἰκία μεγάλη τε καὶ εὐδ. Prot. 316 b, auf den Besitz gehend; τὸν βίον εὐδαίμονα παρέχειν Phil. 11 d; τῶν πλουσίων τε καὶ εὐδαιμόνων δοκούντων εἶναι Rep. III, 406 c; Her. ὃς ἐκ π ολλῶν καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν εἰς πτωχηΐην ἀπῖκται 3, 14, aus dem Reichthum in Armuth gerathen; Ggstz ἄθλιος, Plat. Gorg. 471 c, wie Arist. eth. 1, 13; – τὸ εὔδαιμον, das Glück, Thuc. 2, 23. – C. gen., εὐδ. ὁ ἀνὴρ ἐφαίνετο καὶ τοῦ τρόπου καὶ τῶν λόγων Plat. Phaed. 58 e. – Von Thieren, τὰ κτήνη εὐδαίμ ονα ποιεῖν Xen. Cyr. 8, 2, 14. – Adv., εὐδαιμόνως, z. B. πράττειν, Ar. Plut. 802; οἰκεῖν, Plat. Polit. 301 d; ζῆν, oft, u. Folgde; εὐδαιμονέστερον διάγειν, Xen. An. 3, 1, 43.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδαίμων: εὔδαιμον, ὁ εὖ τὸν δαίμονα διακείμενον ἔχων: ἐντεῦθεν, εὐτυχής, μακάριος, Λατ. fetix, τάων εὐδαίμων τε καὶ ὄλβιος ὃς τάδε πάντα εἰδὼς ἐργάζηται ἀναίτιος ἀθανάτοισιν, τούτων ὅστις ταῦτα πάντα εἰδὼς ἐργάζηται, μὴ δυσαρεστῶν τοὺς θεούς, οὗτος εἶναι εὐδαίμων καὶ ὄλβιος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 824· εὐδ. καὶ ὄλβιος Θέογν. 1007· καὶ παρὰ Τραγ., ὡς ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 647, Πέρσ. 768, Σοφ. Ἀντ. 582· μακάριός τε καὶ εὐδ. Πλάτ. Πολ. 354Α· μετὰ γεν., εὐτυχὴς ἔν τινι ἢ διά τι, Ἡσ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., Φαίδ. 58Ε: ὡσαύτως εἰρωνικῶς, εὐδ. εἶ, ὅτι οἴει... Πλάτ. Πολ. 422Ε· τὸ εὔδαιμον = εὐδαιμονία, Θουκ. 2. 43. ― Ἐπίρρ. -μόνως Εὐρ. Ὀρ. 601, Ἀριστοφ. Πλ. 802, κλ. ― Συγκρ. καὶ Ὑπερθ. -έστερον. -έστατα Πλάτ. Νόμ. 734D, 710Β. 2) ἰδίως ἐπὶ ἐξωτερικῆς εὐτυχίας, ὁ εὐημερῶν, ὁ πλούσιος, οἱ εὐδαίμονες αὐτῶν Ἡρόδ. 1. 133, πρβλ. 196., 5. 8, Πινδ. Π. 10. 34, Θουκ. 1. 6, κλ.· ἐν πολλοῖς χρήμασιν εὐδαίμονες ὄντες Λυσ. 903. 11· οἱ πλούσιοι καὶ εὐδ. Πλάτ. Πολ. 406C, πρβλ. Πρωτ. 316Β: ― ὡσαύτως ἐπὶ τόπων, αἱ Ἀθῆναι μεγάλαι τε καὶ εὐδαίμονες Ἡρόδ. 8. 111· Εὐβοίῃ, νήσῳ μεγάλῃ τε καὶ εὐδ. ὁ αὐτ. 5. 31· Κυράνα Πινδ. Π. 4. 491, κτλ. ― Ἂν καὶ πάντοτε ἐμπερικλείει τὴν ἔννοιαν καλῆς τύχης, ὅμως ἐν Εὐρ. μηδ. 1230 ἀντιτίθεται πρὸς τὸ εὐτυχής, ὄλβου δ᾿ ἐπιρρυέντος εὐτυχέστερος ἄλλου γένοιτ᾿ ἂν ἄλλος, εὐδαίμων δ᾿ ἂν οὔ· συνήθως ὅμως ἀμφότεραι αἱ ἔννοιαι στενῶς σχετίζονται, εὐτυχία καὶ εὐδαιμονία, ὄλβος καὶ εὐημερία, ἴδε πρὸ πάντων Πλάτ. Πολ. 354Α, 580C, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 8, 4, κἑξ, 7. 13, 2, κἑξ., Πολιτικ. 8. 5, 10. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 157 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 heureux, fortuné ; τὸ εὔδαιμον THC le bonheur;
2 riche, opulent;
Cp. εὐδαιμονέστερος, Sp. εὐδαιμονέστατος.
Étymologie: εὖ, δαίμων.