ἐνδυτός

From LSJ
Revision as of 19:32, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδῠτός Medium diacritics: ἐνδυτός Low diacritics: ενδυτός Capitals: ΕΝΔΥΤΟΣ
Transliteration A: endytós Transliteration B: endytos Transliteration C: endytos Beta Code: e)nduto/s

English (LSJ)

όν,

   A put on, ἐσθήματα A.Eu.1028 codd.; στέφη E.Tr.257 (anap.); στολαί Antiph.36.    2 ἐνδυτόν (sc. ἔσθημα). τό, garment, dress, Simon.179.10, Call.Ap.32, dub. in Herod.8.65; ἐ, νεβρίδων a dress of fawn-skin, E.Ba.111 (lyr.), cf. 138 (lyr.); ὅπλων ἐνδυτά Id.IA 1073 (lyr.): metaph., ἐ. σαρκός the skin, Id.Ba.746; τοὐνδυτὸν τῆς κοιλίας Alex.98.14.    II clad in, covered, στέμμασιν E.Ion224 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδῠτός: -όν, ὃν ἐνδύεταί τις, ἐσθήματα Αίσχύλ. Εὐμ. 1028· στέφη Εὐρ. Τρῳ. 258· ἐνδύτοις στολαῖσι Ἀντιφάν. ἐν «Ἀντείᾳ» 3. 2) ἐνδυτὸν (ἐνν. ἔσθημα), τὸ ἔνδυμα, ἐσθής, Σιμωνίδ. (;) 191· στικτῶν ἐνδυτὰ νεβρίδων, ἐνδύματα ἐκ δέρματος μικρᾶς ἐλάφου, Εὐρ. Βάκχ. 111· νεβρίδος ἔχων ἱερὸν ἐνδυτὸν αὐτόθι 138 ὅπλων ἐνδυτὰ ὁ αὐτὸς Ι. Α. 1073: - περιφραστ., σαρκῶς ἐνδυτά, ἀντὶ σάρκες (κατὰ τὸν Elmsley), ὁ αὐτ. Βάκχ. 746· τοὔνδυτον τῆς κοιλίας Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 14. ΙΙ. ἐνδεδυμένος, κεκαλυμμένος, στέμμασιν Εὐρ. Ἴων 224.

French (Bailly abrégé)

ός ou ή, όν :
qu’on a revêtu (vêtement, robe, etc.) : ὅπλων ἐνδυτά EUR armure qui enveloppe le corps.
Étymologie: adj. verb. de ἐνδύω.