ἔποχος
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ον, (ἐπί, ϝέχω, cf.Lat.
A veho) mounted upon, esp. on horses, chariots, and ships, c. gen. vel dat., ναῶν, ἅρμασιν, A.Pers.54,45 (anap.), cf. S.Ichn.181 (lyr.); τῷ ἐ. τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἡνιόχῳ Ph.1.486, cf. Lib.Or.59.110 : metaph., λόγος μανίας ἔ. words borne on madness, i.e. frantic words, E.Hipp.214(anap.). 2 abs., having a good seat on horseback, X.Cyr.1.4.4 ; ἐπόχους ἡ θήρα ἀποδεικνύει ib. 8.1.35 ; ἔ. εἶναι to have a good seat, Id.Eq.8.10, cf. Ar.Lys.677 ; also ἱππασίαις ἔ. practised in.., Plu.Mar.34. Adv. -χως, ἐγκαθῆσθαι to sit fast, Poll.1.209. II Pass., ποταμὸς ναυσὶ ἔ. navigable by ships, Plu.Mar.15.
German (Pape)
[Seite 1011] 11 worauf getragen, worauf sitzend, reitend, fahrend, ἐπόχους πολλοῖς ἅρμασιν ἐξορμῶσιν Aesch. Pers. 45; ναῶν 55; übertr., λόγος μανίας ἔποχος, eine vom Wahnsinn einhergetragene, eingegebene Rede, Eur. Hipp. 214; – auf dem Pferde festsitzend, sattelfest, δεῖ τὸν ἵππον ἀνὰ κράτος ἐλαύνοντα ἔποχον εἶναι Xen. Hipparch. 8, 10, vgl. Cyr. 1, 4, 4; übh. im Reiten geübt, Xen. öfter; ἱππικώτατον χρῆμα κἄποχον γυνή Ar. Lys. 677; ἱππασίαις ἔποχος Plut. Mar. 34; – übh. fest, unerschütterlich, Sp. auch adv., ἐπόχως ἐγκαθίσαι Poll. 1, 209. – 21 worauf man fahren kann, ποταμὸς ναυσὶ μεγάλαις ἔποχος Plut. Mar. 15, für große Schiffe schiffbar.
Greek (Liddell-Scott)
ἔποχος: -ον, (ἐπέχω), ὁ ἐποχούμενος, κυρίως ἐπὶ ἵππου, ἁμάξης ἢ πλοίου, μετὰ γεν. ἢ δοτ., ναῶν ἔποχοι, ἅρμασιν ἔποχοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 45. 54· μεταφ., λόγος μανίας ἐπ., λόγος ὀχούμενος ἐπὶ τῆς μανίας, δηλ. μανιώδης, «τρελλός», Εὐρ. Ἱππ. 214 (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁμ. νηπιάας ὀχέειν). 2) ἀπολ., καλῶς ἐπὶ τοῦ ἵππου καθήμενος, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4 ἐπόχους ἡ θήρα ἀποδεικνύει αὐτόθι 8. 1, 35· ἐπεὶ δὲ δεῖ ἐν παντίοις τε χωρίοις τὸν ἵππον ἐλαύνοντα ἔποχον εἶναι, νὰ μένῃ τις καλῶς ἐπὶ τοῦ ἵππου, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 8, 10, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 677· ὡσαύτως, ἱππασίας ἔποχος, ἠσκημένος εἰς..., Πλουτ. Μάρ. 34. ― Ἐπίρρ., ἐπόχως καθίσαι, ἀσφαλῶς, Πολυδ. Α΄, 209. ΙΙ. Παθ., ποταμὸς ναυσὶ ἔπ., πλωτός, Πλουτ. Μάρ. 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui est porté ou monté sur : ἅρμασιν ESCHL sur des chars ; ναῶν ESCHL sur des vaisseaux ; fig. λόγος μανίας ἔποχος EUR paroles inspirées par un souffle de folie;
2 qui se tient solidement à cheval ; ἱππασίαις ἔποχος PLUT cavalier éprouvé;
3 navigable : ναυσὶ μεγάλαις PLUT pour de grands navires en parl. d’un fleuve.
Étymologie: ἐπέχω.