ἀλλοῖος

From LSJ
Revision as of 19:40, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλοῖος Medium diacritics: ἀλλοῖος Low diacritics: αλλοίος Capitals: ΑΛΛΟΙΟΣ
Transliteration A: alloîos Transliteration B: alloios Transliteration C: alloios Beta Code: a)lloi=os

English (LSJ)

α, ον, (ἄλλος)

   A of another sort or kind, different, Il.4.258, 5.638 (v.l.), Od.16.181, etc.; ἄλλοτε ἀλλοῖος Pi.I.4(3).5, cf. P.3.104, Diog.Apoll.2 : prov., ἢν πολλὰ βάλλῃς, ἄλλοτ' ἀλλοῖον βαλεῖς 'every bullet has its billet', Com.Adesp.448 ; ἀλλοῖα φρονεῖν Emp. 108 ; ἀλλοῖόν τι, euphem. for κακόν τι, other than good, Hdt.5.40 ; εἴ τι γένοιτο ἀ. Arcesil. ap. D.L.4.44 ; ἂν . . [ὁ λόγος] ἀλλοιότερος φαν D. Prooem.32.4, cf.Alex.Aphr.Pr.1.99 :—foll. by ... Hdt.2.35, Pl.Ap. 20c, etc.; or by gen., Id.Lg.836b :—Comp. ἀλλοιότερος Hdt.7.212, Th.4.106, D.l.c., Arist.Cael.280a12 ; ἀλλοιέστερος Epich.186, cf. Sch.Od.2.190.    2 containing or subject to diversity, Porph.Sent. 20,21.    II Adv. -ως otherwise, Pl.Ly.212d : Comp. -ότερον X. Mem.4.8.2 ; -οτέρως worse, Charis.80.17.

German (Pape)

[Seite 103] α, ον, anders beschaffen, verschieden im Vergleich mit etwas, Hom. dreimal, Od. 16, 181 ἀλλοῖός μοι, ξεῖνε, φάνης νέον ἠὲ πάροιθον, 19, 265 ἀλλοῖον ἄνδρα, Iliad. 4, 258 ἀλλοίῳ ἐπὶ ἔργῳ; – ἀλλοίην φύσιν παρεχόμενος ἢ οἱ ἄλλοι Her. 2, 35; Plat. ἀλλοῖος, ἢὁ σός Conv. 193 d cf. Men. 87 b; ἢ τοιοῦτος Rep. VIII, 559 b; ἀλλοίους ποιεῖς δρομεῖς τε καὶ παλαιστάς Xen. Mem. 3, 10, 6; mit dem gen. νόμοι ἀλλοῖοι τῶν πολλῶν τρόπων Plat. Legg VIII, 836 b Men. 87 c; – ἀλλοῖόν τι hat zuw. die Bdtg des schlimmen, unglücklichen, euphemistisch für κακόν, Her. 5, 40; vgl. D. L. 4, 44. – Bes. oft verb. mit ἄλλοτε, ἄλλοτ' ἀλλοῖαι αὖραι, πνοαί Pind. Ol. 7, 95 P. 3, 104 vgl. I. 3, 13; Hes. O. 481 ἄλλοτε δ' ἀλλοῖος Ζηνὸς νόος, bald ist er so, bald anders; vgl. Simonid. mul. 11; oft bei Plat., z. B. φαίνεται ἄλλοτε ἀλλοῖον, zu verschiedenen Zeiten crscheint es verschieden, Tim. 50 c; Xen. Cvr. 8, 2, 6. – Compar. Her. 7, 212; Thuc. 4, 106 ἀλλοιότεροι ἐγένοντο τὰς γνώμας, wurden anderen Sinnes, mehr entfremdet; Plat. Crit. 46 d u. sonst, dem posit. fast gleichbedeutend; ἀλλοιέστερον Schol. Od. 2, 190, auch Epicharm. nach Eust. 1441, 15. – Xen. adv. ἀλλοιότερον βιούς, anders, Mem. 4, 8, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλοῖος: α, ον (ἄλλος), ἄλλου εἴδους, διάφορος, ἐν συγκρίσει πρός τι ἄλλο, Ἰλ. Δ. 258, Ὀδ. Π. 181, Πίνδ., κτλ.· ἄλλοτε ἀλλοῖος, Πινδ. Ι. 4. 8 (3. 23), κτλ., ἀλλοῖόν τι, κατ’ εὐφημισμὸν ἀντὶ κακόν τι, κυρίως = ἄλλο τι ἢ καλόν, Ἡρόδ. 5. 4· εἴ τι γένοιτο ἀλλοῖον, Διογ. Λ. 4. 44· ἄν… [ὁ λόγος] ἀλλοιότερος φανῇ, Δημ. 1442. 11, πρβλ. ἕτερος: ― ἕνεκα τῆς συγκριτικῆς αὐτοῦ δυνάμεως δύναται ἐνίοτε νὰ ἀκολουθῆται ὑπὸ τοῦ ἤ…, Ἡρόδ. 2. 35, Πλάτ. Ἀπολλ. 20C, κτλ. ἢ ὑπὸ γεν., ὁ αὐτ. Νόμ. 836Β: ― ἀλλ’ ἐν πραγματικῷ συγκριτ. τύπῳ ἀλλοιότερος ἀπαντᾷ ἐν Ἡροδ. 7. 212, Θουκ. 4. 106. Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστ. περὶ Οὐρ. 1. 10, 9· ― μεταγενέστ. ἀλλοιέστερος, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Β. 190, Εὐστ. 2) ἁπλῶς = διάφορος τὸ εἶδος, Πινδ. Π. 3. 90, 187. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ως, ἄλλως, κατ’ ἄλλον τρόπον, Πλάτ. Λυσ. 212· Συγκρ. -ότερον, Ξεν. Ἀπομ. 4. 8, 2: οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., διαφόρως, κατ’ ἄλλον τρόπον, Ἐμπεδ. παρ’ Ἀριστ. Μεταφ. 3, 5. 11.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 différent, de nature autre ; ἀλλοῖος ἤ autre que ; ἄλλοτε ἀλλοῖος tantôt d’une façon, tantôt d’une autre;
2 autre (que ce qu’il faudrait), càd malheureux, mauvais, pire, fâcheux.
Étymologie: ἄλλος.