παλαιστής

From LSJ
Revision as of 19:54, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλαιστής Medium diacritics: παλαιστής Low diacritics: παλαιστής Capitals: ΠΑΛΑΙΣΤΗΣ
Transliteration A: palaistḗs Transliteration B: palaistēs Transliteration C: palaistis Beta Code: palaisth/s

English (LSJ)

(A), οῦ, ὁ, (παλαίω)

   A wrestler, Od.8.246, Hdt.3.137, Pl. Lg.819b, Trag.Adesp.383.3, etc.; ἄνδρες π. Ar.Lys.1083; παῖδες π. CIG1969 (Thessalonica); σὺν σάκει . . π., of soldiers, S.Fr.859 (lyr.).    2 generally, rival, adversary, τοῖον π. νῦν παρασκευάζεται ἐπ' αὐτὸς αὑτῷ A.Pr.920; σοφὸς π. κεῖνος, of Odysseus, S.Ph.431; λόχος . . ἐξηνδρωμένος δεινὸς π. ἦν E.Supp.704.    3 suitor, A.Ag. 1206.
πᾰλαιστής (B),

   A v. παλαστή.

German (Pape)

[Seite 446] ὁ, 1) der Ringer, Od. 8, 246; ὥςπερ παλαιστὰς ἄνδρας, Ar. Lys. 1083; πυκτῶν καὶ παλαιστῶν ἐφεδρεία, Plat. Legg. VII, 819 b; Folgende. Uebh. der Kämpfer, Aesch. Prom. 922 Ag. 1179 Eur. Suppl. 704. Auch übertr., der Geübte, Verschlagene, σοφὸς παλαιστὴς κεῖνος, Soph. Phil. 429. – 2) = παλαιστή, Sp., wie S. Emp.

Greek (Liddell-Scott)

παλαιστής: -οῦ, ὁ (παλαίω) ὁ παλαίων, ὁ ἔχων ὡς ἐπάγγελμα τὸ παλαίειν, Ὀδ. Θ. 246, Ἡρόδ. 3. 137, Πλάτ., κτλ.· ἄνδρες π. Ἀριστοφ. Λυσ. 1083 παῖδες π. Συλλ. Ἐπιγρ. 1969· σὺν σάκει ... π., ἐπὶ στρατιωτῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 738.
2) καθόλου, ἀντίπαλος, ἐχθρός, τοῖον παλαιστὴν νῦν παρασκευάζεται ἐπ’ αὐτὸς αὑτῷ, δυσμαχώτατον τέρας Αἰσχύλ. Πρ. 920· σοφὸς π. κεῖνος, ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, Σοφ. Φ. 431· δεινὸς π., ἐπὶ σώματος στρατιωτῶν, Εὐρ. Ἱκέτ. 704· ἔνθερμος μνηστήρ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1206 ΙΙ. Ἀλεξανδρ. ἀντὶ παλαστή, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΕ΄, 23, Γ΄ Βασιλ. Ζ΄, 24).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 lutteur;
2 rival, adversaire en gén.
3 rusé, fourbe.
Étymologie: παλαίω.