Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἠνεμόεις

From LSJ
Revision as of 19:58, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠνεμόεις Medium diacritics: ἠνεμόεις Low diacritics: ηνεμόεις Capitals: ΗΝΕΜΟΕΙΣ
Transliteration A: ēnemóeis Transliteration B: ēnemoeis Transliteration C: inemoeis Beta Code: h)nemo/eis

English (LSJ)

Dor. ἀνεμόεις [ᾱ], εσσα, εν, (ἄνεμος)

   A windy, airy, δι' ἄκριας ἠνεμοέσσας Od.9.400; προτὶ Ἴλιον ἠνεμόεσσαν Il.3.305, etc.; πτύχας ἠνεμοέσσας Od.19.432, cf. Tyrt.2.3, Pi.O.4.8, E.Heracl.781 (lyr.); of Places, Call.Del.11, D.P.472; οὔρεα ἠ. Id.1129.    2 of motion, rapid, rushing, αἰγίδες A.Ch.592 codd. (lyr.); αὔρα S.Tr.953 (lyr.); λαγωός Nic.Th.453; πέτευρον Man.6.444; ἀνεμόεν φρόνημα high-soaring, airy thought, S.Ant.354 (lyr.).    3 stirred, waved by the wind, ἐρινεός Il.22.145; filled by the wind, ἱστίον Pi.P.1.92.

German (Pape)

[Seite 1171] εσσα, εν (poet. für ἀνεμόεις, w. m. vgl.), windig, lustig, dem Winde ausgesetzt, von hochgelegenen Orten, bes. von dem hochgelegenen Ilios, Il. 3, 305 u. öfter; Ἐνίσπη, 2, 606; vom Vorgebirge Mimas, Od. 3, 172, wie ἄκριας ἠνεμοέσσας 9, 400. 16, 365; πτύχας ἠνεμοέσσας, stürmische Bergschlüfte, 19, 432; von einem hohen Baume, ἐρινεός, Il. 22, 145. – Uebertr., φρόνημα ἠνεμόεν, s. ἀνεμόεις.

Greek (Liddell-Scott)

ἠνεμόεις: Δωρ. ἀνεμόεις, εσσα, εν, (ἄνεμος) πλήρης ἀνέμου, ἀνεμώδης, εἰς τὸν ἄνεμον ἐκτεθειμένος, ἀνεμιζόμενος, ἐπὶ ὑψηλῶν βουνῶν ἢ τόπων ὀρεινῶν, δι’ ἄκριας ἠνεμοέσσας Ὀδ. Ι. 400· συχν. ἐπὶ τοῦ Ἰλίου, προτὶ Ἴλιον ἠνεμόεσσαν Ἰλ. Γ. 305 κτλ.· πτύχες ἠνεμόεσσαι, φάραγγες διαπνεόμεναι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, Ὀδ. Τ. 432· ἐπὶ δένδρων, ἐρινεὸς Ἰλ. Χ. 145· οὕτω παρὰ Τυρτ. 1. 3, Πινδ. Ο. 4. 11, Εὐρ. Ἡρακλ. 781, κλπ. 2) ἐπὶ κινήσεως, ὁρμητικός, αἰγίδες Αἰσχύλ Χο. 591· αὔρα Σοφ. Τρ. 953· λαγωὸς Νικ. Θ. 453· ἀνεμόεν φρόνημα, ταχεῖα ὡς ἄνεμος σκέψις, κατ’ ἄλλους ὑψηλή, Σοφ. Ἀντ. 354. 3) ὑπὸ τοῦ ἀνέμου πληρούμενος, ἱστίον Πίνδ. Π. 1. 177.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ἀνεμόεις.