ἵδρυσις

From LSJ
Revision as of 19:59, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἵδρῡσις Medium diacritics: ἵδρυσις Low diacritics: ίδρυσις Capitals: ΙΔΡΥΣΙΣ
Transliteration A: hídrysis Transliteration B: hidrysis Transliteration C: idrysis Beta Code: i(/drusis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A founding, foundation, esp. of temples, ἱερῶν -σεις Pl.R.427b, cf.IG22.337 (iv B.C.): abs., Pl.Lg.909e; ἕ. ξοάνων setting up of statues, D.H.2.18; πόλεως ἵδρυσιν λαμβανούσης Plu.Rom.9.    2 Ἑρμέω ἱδρύσιες statues of Hermes, AP6.253 (Crin.).    II settlement, abode, Str.8.7.1, Plu.2.408a: metaph., οὐκ ἔχειν ἵ. ib.651d, etc. [ῠ only in later Poets, AP l.c.]

German (Pape)

[Seite 1239] ἡ, das Gründen, Aufrichten, bes. von Tempeln u. Götterbildern, ἱερῶν Plat. Rep. IV, 427 b, ἱδρύσεις ὑπισχνεῖσθαι θεοῖς καὶ δαίμοσι Legg. X, 909 e; ξοάνων D. Hal. 2, 18, a. Sp.; – der Sitz, ζητήσαντες ἕκαστος ἵδρυσιν αὑτῷ Strab. VIII, 383; Plut. [Crinag. 7 (VI, 253) braucht υ kurz.]

Greek (Liddell-Scott)

ἵδρῡσις: -εως, ἡ, τὸ ἱδρύειν, ἀνεγείρειν, κτίζειν, ἰδίως ναούς, Πλάτ. Πολ. 427B, Νόμ. 909E. ἵδρυσις ξοάνων, τοποθέτησις, ἐγκαίνια εἰδώλων, Διον. Ἁλ. 2. 18.· ἵδρυσις πόλεως Πλουτ. Ρωμ. 9. 2) Ἑρμέω ἱδρύσιες, ἀγάλματα Ἑρμοῦ, Ἀνθ. Π. 6. 253. ΙΙ. διαμονή, κατοικία, Στράβ. 383, Πλούτ. 2. 408A· μεταφ., οὐκ ἔχειν ἵδρυσιν αὐτόθι 651D, κτλ. ῠ μόνον παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 242.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
I. action de fonder, de bâtir;
II. 1 assiette, consistance;
2 monument fondé ; demeure, résidence.
Étymologie: ἱδρύω.