περιφερής
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
English (LSJ)
ές,
A revolving, ὢν δὲ π. (sc. ὁ ἐνιαυτὸς) τελευτὴν οὐδεμίαν οὐδ' ἀρχὴν ἔχει Hermipp.4 ; π. ὀφθαλμοί rolling eyes, Luc.JTr.30. 2 rounded or curved, a of surfaces and lines, ἄκρον Hp.Art.7; π. κύρτωμα Id.Epid.1.26.α'; κύλικες Pherecr.143.5; ἀσπίδες Ael.Tact.2.7; τὰ στρογγύλα τε καὶ π. Hp.VC11; opp. εὐθύς, Pl.Prm.137e, 138a, Arist.Ph.248a12, al.; τὸ π. circularity, Id.AP0.73a39; but, circumference, Pl.R.436e, Dsc.3.6, 48. Adv. -ρῶς in a rounded shape, Procl.Hyp.3.6. b of bodies, spherical, globular, Democr.164, Pl.Phd.108e, Smp.190b; π. τὸ σχῆμα τῆς γῆς Arist.Cael.298a7; π. σχηματισμός Epicur.Ep.2p.50U.; [σώματα] Phld.Mort.8 (Sup.); π. στέγαι domed, Demetr.Eloc. 13. c metaph., of style, rounded, D.H.Comp.22; τὰ στρογγύλα καὶ τὰ π. προοίμια Id.Rh.10.13. 3 Adv. -ρῶς in a circle, Hero *Deff.5. II surrounded by, δῶμα περιφερὲς θριγκοῖς τόδε E.Hel. 430. 2 Adv. -ρῶς disposed in a circle, Dsc.4.169. III wavering, π. στίβον χθονός thy wavering steps, E.Ion743. IV cf. Περφερέες.
German (Pape)
[Seite 598] ές, herumgetragen, herumgedreht, sich herumdrehend, ὀφθαλμοί, rollend, Luc. Iup. trag. 30, – rund umgeben, δῶμα περιφερὲς θριγκοῖς, Eur. Hel. 437, vgl. Ion 743; rund, γῆ, Plat. Phaed. 108 e; Ggstz εὐθὺ σχῆμα, Parm. 137 a, u. öfter; σχῆμα, Pol. 5, 22, 1; Folgde, wie Luc. Gymnas. 27. – Nach Her. 4, 33 hießen so die fünf Männer, welche die hyperboreischen Jungfrauen nach Delos begleiteten, sonst θεωροί; bei Hesych. steht πέρφερες, wonach man περφερέες geändert hat.
Greek (Liddell-Scott)
περιφερής: -ές, ὁ πέριξ κινούμενος, περιστρεφόμενος, ὢν δὲ π. (δηλ. ὁ ἐνιαυτὸς) τελευτὴν οὐδεμίαν οὐδ’ ἀρχὴν ἔχει Ἕρμιππ. ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 1˙ π. ὀφθαλμοί, περιστρεφόμενοι, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 30. 2) στρογγύλος, α) ἐπὶ γραμμῶν, κυκλοτερής, κυκλικός, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783˙ π. κύρτωμα ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 966˙ κύλικας... περιφερεῖς Φερεκρ. ἐν «Τυραννίδι» 1. 5˙ ἀντίθετ. τῷ εὐθύς, Πλάτ. Παρμ. 137Α, Ε, Ἀριστ. Φυσ. 7. 4, 1, κ. ἀλλ.˙ τὸ περιφερές, τὸ κυκλικὸν σχῆμα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Ὑστ. 1. 4, 3, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 436F. β) ἐπὶ σωμάτων, σφαιρικός, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 108Ε, Συμπ. 190Β, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 14, 49, κ. ἀλλ.˙ ― μεταφορ., ἐπὶ ὕφους, τετορνευμένον, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 22˙ τὰ στρογγύλα καὶ τὰ π. προοίμια ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 10. 13. ΙΙ. ὁ περιβάλλων, περιέχων, π. στίβος χθονὸς Εὐρ. Ἴων 743. 2) περικυκλούμενος ὑπό, δῶμα περιφερὲς θριγκοῖς τόδε ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 430. ΙΙΙ. πρβλ. Περφερέες.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
I. qui se meut circulairement, qui tourne, qui roule en parl. des yeux;
II. 1 entouré de, τινι;
2 arrondi, rond.
Étymologie: περιφέρω.