συνάρτησις
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
English (LSJ)
εως, ἡ,
A junction, union, τῶν φλεβῶν καὶ νεύρων Arist.Pr.883b22; joint of machine, Ph.Bel.91.8; combination of words, A.D.Synt.17.8. II connexion, cohesion of premisses with one another and with the conclusion in a syllogism, Stoic.2.79; of the clauses in a conditional sentence, Plu. 2.387a, S.E.P.2.111.
German (Pape)
[Seite 1004] ἡ, das Mitverknüpfen, der Zusammenhang, καὶ κοινωνία S. Emp. adv. log. 2, 430.
Greek (Liddell-Scott)
συνάρτησις: ἡ, σύνδεσις, σύναψις, συνάφεια, τῶν φλεβῶν καὶ νεύρων Ἀριστ. Προβλ. 5. 26· συμπλοκή, συνδυασμὸς λέξεων, Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 16. 19. ΙΙ. εἶδος λογικοῦ ἐπιχειρήματος, (ἴδε συνάπτω ΙΙΙ. 3), Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 111, π. Μ. 8. 430, Πλούτ. 2. 387Α.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
t. de rhét. sorte d’argumentation.
Étymologie: συναρτάω.