πωτάομαι
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
Ep. impf.
A πωτῶντο Il.12.287: Dor. fut. πωτάομαι [ᾱ] Ar.Lys.1013: aor. ἐπωτήθην AP7.699, (ἐξ-) Babr.12.1:—poet. Frequentat. of ποτάομαι, fly about, λίθοι πωτῶντο Il. l.c.; σπινθαρίδες h.Ap.442; ψυχαὶ ἀσεβέων . . πωτῶνται ἐν ἄλγεσι Pi.Fr.132.1 (sed leg. ποτῶνται) ; πωτῶντο . . μέλισσαι Theoc.7.142; [αἰετὸς] πωτᾶτ' ἔνθα καὶ ἔνθα Q.S.5.437; Ion. impf. πωτάσκετο ἄμβροτος αἴγλη Orac. ap. Marin.Procl.28.
German (Pape)
[Seite 828] ep. = πέτομαι, ποτάομαι, fliegen; λίθοι πωτῶντο θαμειαί, Il. 12, 287; σπινθαρί. δες, H. h. Apoll. 442; Pind. frg. 97; Theocr. 7, 142; vgl. Lob. zu Phryn. 581.
Greek (Liddell-Scott)
πωτάομαι: Ἐπικ. παρατ. πωτῶντο Ἰλ.· Δωρ. μέλλ. πωτάομαι [ᾱ] Ἀριστοφ. Λυσ. 1013· ἀόρ. ἐπωτήθην Ἀνθ. Π. 7. 699, (ἐξ-) Βαβρ. 12. 1. Ἐπικ. ἀντὶ ποτ- (καὶ εἶναι τύπος θαμαιστικός, ὡς τὸ στρωφάω τοῦ στρέφω, τὸ πωλέομαι τοῦ πολέομαι, κτλ.), περιπέτομαι, πέτομαι πέριξ, περιΐπταμαι, λίθοι πωτῶνται Ἰλ. Μ. 287· σπινθαρίδες Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπολλ. 442· ψυχαὶ ἀσεβέων... πωτῶνται ἐν ἄλγεσι Πινδ. Ἀποσπ. 97· Ἰων. ἐνεστ. πωτάσκεται ἄμβροτος αἴγλη Χρησμ. παρὰ Μαρτίνῳ ἐν Βίῳ Πρόκλου 28, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 581.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
f. πωτήσομαι, ao. ἐπωτήθην;
s’envoler, voler.
Étymologie: forme renforcée de ποτάομαι.