σκάλοψ

From LSJ
Revision as of 20:09, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκάλοψ Medium diacritics: σκάλοψ Low diacritics: σκάλοψ Capitals: ΣΚΑΛΟΨ
Transliteration A: skálops Transliteration B: skalops Transliteration C: skalops Beta Code: ska/loy

English (LSJ)

[ᾰ], οπος, ὁ,= σπάλαξ, Ar.Ach.879: Phot. cites σκάλωψ (σκάλοψ?) from Cratin.93.

German (Pape)

[Seite 888] οπος, ὁ, der Maulwurf, eigtl. der Schaufler, Gräber (σκάλλω); Ar. Ach. 844, Schol. σπάλακες; Cratin. bei Phot.

Greek (Liddell-Scott)

σκάλοψ: -οπος, ὁ, (ἴδε σκάλλω), δηλ. ὁ ἀσπάλαξ, «ζῷον γεωρύχον, τυφλὸν» Ἡσύχ., (Ἀρχ. Ἀγγλ. mould warp, ὁ ἀνασκάπτων γῆν, ἐπισωρεύων χῶμα), Ἀριστοφ. Ἀχ. 879· πρβλ. σπάλαξ· ὁ Φώτ. μνημονεύει τύπον σκάλωψ (σκάλοψ;) ἐκ τοῦ Κρατίν. ἐν «Κλεοβουλίνῃ» 6.

French (Bailly abrégé)

οπος (ὁ) :
taupe, litt. « l’animal fouisseur ».
Étymologie: σκάλλω.