τρυγών
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
όνος, ἡ, (τρύζω)
A turtle-dove, Columba turtur, Ar.Av.302 (troch.), 979 (hex.), Ev.Luc.2.24, Gal.6.700, etc.; περιστεραὶ τρυγόνες Aristeas 145: prov. of a great talker, τρυγόνος λαλίστερος Men.416, cf.Alex.92.3, Theoc. 15.88, Alciphr.3.29; πονηρὰ κατὰ τρυγόνα ψάλλεις, ἐπὶ τῶν ἐπιπόνως ζώντων, Diogenian.7.71, cf. Hsch. s.v. τρυγονοψάλλειν. II a kind of fish, the sting-ray, τρυγόνες ὀπισθόκεντροι Epich.66, cf. Arist.HA489b31, Antiph.26.23, Cels.6.9.6, Gal.Vict. Att.8; cf. τρυγόνιος. III an oviparous quadruped of uncertain kind, Arist.HA540a31.
Greek (Liddell-Scott)
τρῡγών: -όνος, ἡ, (τρύζω) ὡς καὶ νῦν, κοινῶς τὸ «τρυγόνι» Columba turtur, Ἀριστοφ. Ὄρν. 302, 979· παροιμία ἐπὶ λάλου ἀνθρώπου, τρυγόνος λαλίστερος Μένανδρος ἐν «Πλοκίῳ» 13, πρβλ. Ἄλεξιν ἐν «Θράσωνι» 1, ἔνθα: «σοῦ δ’ ἐγὼ λαλιστέραν οὐπώποτ’ εἶδον οὔτε κερκώπην, γύναι, οὐ κίτταν, οὐκ ἀηδόν’, οὔτε τέττιγα», πρβλ. Θεοκρ. 15, 88. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος ἔχοντος κέντρον κατὰ τὴν οὐράν, «τρυγών· ἰχθὺς θαλάσσιος. ἧς τὸ κέντρον δηλητήριον» (Ἡσύχ.), Ἐπίχ. 41 Ahr., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 8, Ἀντιφάνης ἐν «Ἁλιευομένῃ» 1. 23· πρβλ. τρυγόνιος. - Κατὰ τὸν Γάλλον Σοννίνιον τὸ σημερινὸν ὄνομα τοῦ ἰχθύος τούτου εἶναι «σαλάκι» (τουτέστι σελάχιον), ἰδὲ Κοραῆ σημ. εἰς Ξενοκράτ. σ. 91 καὶ 197. ΙΙΙ. ᾠοτόκον ζῷον ἀγνώστου εἴδους, (Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 3.
French (Bailly abrégé)
όνος (ἡ) :
tourterelle, oiseau.
Étymologie: R. Τρυγ, v. τρύζω.