ψεδνός
Θεοῦ δὲ πληγὴν οὐχ ὑπερπηδᾷ βροτός → Haud ullus umquam transilit plagam die → Kein Sterblicher springt weiter als des Gottes Schlag
English (LSJ)
ή, όν,
A thin, spare, scanty, λάχνη Il.2.219; χαῖται AP9.430 (Crin.); κόμαι Aret.SD2.13: later of a person, bald-headed, Luc.DMort.25.1: generally, bare, naked, χωρία Aristid.Or.36(48).67 (Comp.):—v. l. for ψυδρός or ψυδνός in Thgn.122.
German (Pape)
[Seite 1392] abgerieben, abgeschabt, bes. mit dünnstehenden, spärlichen Haaren; λάχνη Il. 2, 219; ψεδναὶ χαῖται Crinag. 22 (IX, 430); dah. entblößt, kahl, Luc. Mort. D. 25, 1; Hesych. erkl. ψεδνὴ χέρσος durch ἀραιή, ὀλίγη. Vgl. ψυδνός.
Greek (Liddell-Scott)
ψεδνός: -ή, -όν, ἀραιός, μαδαρός, λάχνη Ἰλ. Β. 219· χαῖται Ἀνθ. Παλατ. 9. 430· - παρὰ μεταγεν. ἐπὶ ἀνθρώπου, φαλακρός, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 25. 1· καὶ καθόλου, ψιλός, γυμνός, γῆ Ἀριστείδ. 2. 349 πρβλ. ψιλός, ψωλός· - περὶ τοῦ παρὰ Θεόγνιδ. χωρίου ἐν 122, ἴδε ἐν λ. ψυδνός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 rare, clairsemé en parl. de cheveux, de poils;
2 chauve.
Étymologie: DELG apparenté pê à ψάω.