ἀριπρεπής
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
English (LSJ)
ές, (πρέπω)
A very distinguished, ὡς καὶ σοὶ εἶδος μὲν ἀριπρεπές Od.8.176; δότε δὴ καὶ τόνδε γενέσθαι . . ἀριπρεπέα Τρώεσσιν Il.6.477; ἵππον ἀ. προὔχοντα 23.453; ἀ. βασιλῆες Od.8.390. 2 of things, very bright, ἔχε δ' αἰγίδα . . ἀριπρεπέα Il. 15.309; ἄστρα . . φαίνετ' ἀ. 8.556; ὄρμοι Lyr.Alex.Adesp.9.3; of a mountain, conspicuous, Νήριτον ἀ. Od.9.22; ἀ. εἶδος ἔχουσα Orph.Fr. 114: Comp., Them.Or.18.223b. 3 famous, σκῆπτρον Orph.Fr. 102. Adv. -πῶς, Ion. -πέως IG7.1684 (Plataea), etc.
German (Pape)
[Seite 351] ές, hervorragend, ausgezeichnet, schön, αἰγίς Iliad. 15, 309, χηλός Od. 8, 424, ὄρος, Νήριτον εἰνοσίφυλλον αριπρεπές 9, 22, ἵππος Iliad. 23, 453, εἶδος Od. 8, 176, βασιλῆες 8, 390, ἄστρα φαίνετ' ἀριπρεπέα Iliad. 8, 556, ἵνα τ' ἄνδρες ἀριπρεπέες τελέθουσιν 9, 441, δότε τόνδε γενέσθαι παῖδ' ἐμὸν ἀριπρεπέα Τρώεσσιν 6, 477.
Greek (Liddell-Scott)
ἀριπρεπής: -ές, (πρέπω) ὁ λίαν εὐπρεπής, «ἀριπρεπές· μεγαλοπρεπές» Ἡσύχ., ὣς καὶ σοὶ εἶδος μὲν ἀριπρεπὲς Ὀδ. Θ. 176· δότε δὴ καὶ τόνδε γενέσθα... ἀριπρεπέα Τρώεσσιν Ἰλ. Ζ. 477· ἵππον ἀρ. Ψ. 453· ἀρ. βασιλῆες Ὀδ. Θ. 390. 2) ἐπὶ πραγμάτων, λίαν λαμπρός, στίλβων, λάμπων, ἒχε δ’ αἰγίδα.. ἀριπρεπέα Ἰλ. 309· ἄστρα... φαίνετ’ ἀρ. Θ. 556· καὶ ἐπὶ ὄρους, λίαν ἐμφανές, ἐναργές, Νήριτον ἀρ. Ὀδ. Θ. 22. - Ἐπίρρ. -πῶς, Ἰων. -πέως, Συλλ. Ἐπιγρ. 1656c, Γρηγ. Ναζ. τ. 2. σ. 72, 270, κ. ἄλλοι.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
distingué, remarquable ; Τρώεσσιν IL parmi les Troyens.
Étymologie: ἀρι-, πρέπω.
English (Autenrieth)
ές (πρέπω): conspicuous, distinguished; Τρώεσσιν, ‘among the Trojans,’ Il. 6.477.