πάροιθε

From LSJ
Revision as of 12:20, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

ἔστι γὰρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός → a friend, you see, is another self

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάροιθε Medium diacritics: πάροιθε Low diacritics: πάροιθε Capitals: ΠΑΡΟΙΘΕ
Transliteration A: pároithe Transliteration B: paroithe Transliteration C: paroithe Beta Code: pa/roiqe

English (LSJ)

[ᾰ], and before a vowel πάροιθεν (but sts. elided, as Il.3.162, E.Hec.58) : (πάρος) :    I Prep. c. gen. loci, before, and c. gen. pers., in the presence of, π. μεγάροιο, αὐτοῖο, Od.4.625, Il.1.360, etc.; separated from its case, π. ἐλθοῦσα, φίλον τέκος, ἵζευ ἐμεῖο 3.162, cf. 14.427, etc.; after its case, Κορωνήας . . π. Alc.9.    2 of Time, π. ἐμοῦ before me, A.Pr. 503 ; κείνου π. S. Tr. 605.    II Adv.,    1 of Place, before, in front, οἵ δεύτεροι οἵ τε πάροιθεν Il. 23.498, cf. 213, 6.319, etc.    2 of Time, formerly, 23.20, 180, Od. 6.174, Pi.O.13.102, A. Ag.1372 ; before it got so far, Il.4.185 ; τὸ πάροιθεν Od. 1.322, 2.312, 18.275 ; οἱ π. men of old, Pi. P. 2.60 ; τῆς π. ἡμέρας E. Ph. 853, cf. A. Pers.180 ; πάροιθεν πρὶν . . ἐκπέμψαι, = Lat. priusquam, S.El.1131 : also c. inf., = πρίν, π. ἐπὶ νῆα κατελθεῖν Theoc. 17.48 ; cf. παροίτερος, παροίτατος.

German (Pape)

[Seite 524] und vor Vocalen πάροιθεν, 1) als praep. mit dem gen. vor, vom Orte, ante u. coram, Hom. καί ῥα πάροιθ' αὐτοῖο καθέζετο, Il. 1, 360; μνηστῆρες δὲ πάροιθεν Ὀδυσσῆος μεγάροιο δίσκοισιν τέρποντο, Od. 17, 294; folgende Dichter; auch von der Zeit, χρυσὸν δέ τις φήσειεν ἂν πάροιθεν ἐξευρεῖν ἐμοῦ, Aesch. Prom. 501; vgl. Soph. Trach. 605. – 2) als adv. vormals, von der Zeit, πάντα γὰρ ἤδη σοι τελέω τὰ πάροιθεν ὑπέστην Il. 23, 20; auch τὸ πάροιθε, Od. 18, 275 u. öfter; οἱ πάροιθε, die Vorfahren, Pind. P. 2, 60; τῆς πάροιθεν εὐφρόνης, Aesch. Pers. 176; οὔτε πάροιθεν, οὔτε νῦν, Soph. O. R. 491; τῆς πάροιθεν ἡμέρας, Eur. Phoen. 860; Soph. vrbdt auch πάροιθεν ἐκλιπεῖν βίον πρίν –, El. 1131; vom Orte, Range, οἳ δεύτεροι οἵ τε πάροιθεν, Il. 23, 498. Vgl. noch παροίτερος.

Greek (Liddell-Scott)

πάροιθε: [ᾰ], καὶ πρὸ φωνήεντος -θεν· (πάρος)· Ι. πρόθ. μετὰ γεν. τόπου, ἔμπροσθεν, καὶ μετὰ γεν. προσώπ., ἐνώπιόν τινος, ὅθεν = τῷ Λατ. ante καὶ coram, Ὀδ. Δ. 625, Ἰλ. Α. 360, κτλ.· κεχωρισμένη ἀπὸ τῆς ἐξ αὐτῆς ἐξαρτωμένης πτώσεως, πάρ. ἐλθοῦσα, φίλον τέκος, ἵζευ ἐμεῖο αὐτόθι Ἰλ. Γ. 162, πρβλ. Ξ. 427, κτλ. 2) ἐπὶ χρόνου, π. ἐμοῦ, πρὸ ἐμοῦ, Αἰσχύλ. Πρ. 503· κείνου πάροιθεν, πρὸ ἐκείνου, Σοφ. Τρ. 605. ΙΙ. Ἐπίρρ., 1) τρόπου, πρό, ἔμπροσθεν, οἳ τε πάροιθεν Ἰλ. Ψ. 497, πρβλ. 213, Ζ. 319, κτλ.· ἀντίθετον τῷ ὑπένερθεν, Δ. 185. 2) χρόνου, πρότερον, ἄλλοτε, προηγουμένως, Ἰλ. Ψ. 20, 180, Ὀδ. Ζ. 174, Πίνδ., Τραγικ.· ἐν τῇ Ὀδ. ὡσαύτως, τὸ πάροιθεν, ὡς τοπρίν, Α. 322, Β. 312, Σ. 275· οἱ πάροιθεν, οἱ πρότεροι, οἱ τοῦ παρελθόντος, Πίνδ. Π. 2. 111· τῆς π. ἡμέρας Εὐρ. Φοίν. 853, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 180· - πάροιθεν πρίν…, Λατ. priusquam, Σοφ. Ἠλ. 1130. ΙΙΙ = πρός, ἴδε πάρος Β. ΙΙΙ. (Ἐντεῦθεν παράγονται αἱ λέξεις παροίτερος, παροίτατος).

French (Bailly abrégé)

c. πάροιθεν.

English (Slater)

πᾰροιθε
   1before τὰ δ' Ὀλυμπίᾳ αὐτῶν ἔοικεν ἤδη πάροιθε λελέχθαι (O. 13.102) τῶν πάροιθε γενέσθαι ὑπέρτερον (P. 2.60) ἦν γὰρ τὸ πάροιθε fr. 33d. 1. πολ] λὰ μὲν τὰ παροιθ [Παρθ. 2. 31.