ποτικλίνω
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
A = προσκλίνω, pf. Pass. -κέκλιται Od.6.308.
Greek (Liddell-Scott)
ποτικλίνω: Δωρ. ἀντὶ τοῦ προσκλίνω, Ὀδ. Ζ. 308.
English (Autenrieth)
ipf. προσέκλῖνε, pass. perf. ποτικέκλιται: lean against, τινί τυ; perf. pass., is placed or stands near. (Od.)
English (Slater)
ποτικλῑνω
1recline against στρωμνὰ δὲ χαράσσοισ' ἅπαν νῶτον ποτικεκλιμένον κεντεῖ (P. 1.28)