ἔνδον
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
Adv.
A within, Il.11.98, etc.; ἦσαν ἡμῖν ἔ. ἑπτὰ μναῖ Lys.19.22, cf. D.27.10; φρένες ἔ. ἐῖσαι Od.11.337,al.; κραδίη ἔ. ὑλάκτει 20.13; τἄνδον οὐχ οὕτω φρονῶν in one's heart, E.Or.1514 (troch.; but lit. τἄ. ἀνακάλλυνον Phryn.Com.2D.); at home, Pl.Prt.310e, etc.; οἱ ἔ. those of the house, the family, esp. the domestics, S.El.155 (lyr.), Tr. 677, Pl.Smp.213c; τἄνδον family matters, household affairs, S.Tr. 334, etc.; also, = οἱ ἔ., E.Hec.1017; οἱ ἔ. καθήμενοι the βουλή, And.1.43. 2 c. gen., Διὸς ἔ., Ζεφύροιο ἔ., in the house of Zeus, of Zephyrus, Il.20.13, 23.200; μὴ κεύθετ' ἔ. καρδίας A.Ch.102; σκηνῆς ἔ. S.Aj. 218 (anap.); γῆς ἔ. Pl.Prt.320d. b ἔ. ὢν αὑτοῦ master of oneself, self-possessed, Antipho 5.45; so σῶν φρενῶν οὐκ ἔ. ὤν E.Heracl.709: abs., ἔ. γενοῦ A.Ch.233 (οὐκ ἔ. ἔ. ἐστίν with a play on signf. 1, Ar. Ach.396). 3 Pi. uses it c. dat. as strengthd. for ἐν, N.3.54, 7.44, cf. E.Fr.203. 4 below, in a book, ἔ. γέγραπται D.L.5.4. 5 with Verbs of motion, = εἴσω, D.Chr.7.56, Ael.NA9.61. II Comp. and Sup., v. ἐνδοτέρω.
German (Pape)
[Seite 835] (ἐν), innen, drinnen, inwendig, vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 134; φρένες ἔνδον ἐῖσαι, κραδίη ἔνδον ὑλάκτει, Hom.; bes. = zu Hause, daheim; Hom. u. Folgde; τὶς ἔνδον – ἐν δόμοις Aesch. Ch. 643; φίλον ἔνδον ἔχειν, bei sich haben, Asclepds. 25 (V, 7); ἔ, ἦσαν μναῖ, baares Geld im Hause, Lys. 18, 22, wie Dem. 27, 10; – c. gen., Διὸς ἔνδον, Ζεφύροιο ἔνδ., in Zeus Hause, Il. 20, 15. 23, 200; Pind. Ol. 7, 62; γῆς ἔνδον Plat. Prot. 320 d; c. dat., Pind. N. 3, 52. 7, 44, wie ἐν; – ἔνδον ἑαυτοῦ ὤν, bei sich sein, Antiph. 5, 45; ἔνδον γενοῦ Aesch. Ch. 231; – οἱ ἔνδον, die im Hause, die Hausbewohner, Plat. Rep. III, 415 d; τὰ ἔνδον, das Hauswesen, Xen. oec. 7, 22. – D. L. 5, 4 ἔνδον γέγραπται, weiter unten, im Buche. – Auch = εἴσω, hinein, ὠθεῖται ἔνδον Ael., vgl. Lob. zu Phryn. p. 128. Den hierzu gehörigen compar. ἐνδότερος u. superl. ἐνδότατος s. unten besonders.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνδον: Ἐπίρρ. (ἐν: πρβλ. τὸ παλαιὸν Λατ. endo- ἢ indu- ἐν συνθέσει): ἐντός, «μέσα», οἴκοι, κατ’ οἶκον, Λατ. intus, Ὅμ., κλ. κραδίη ἔνδον ὑλάκτει Ὀδ. Υ. 13, κτλ.· τἄνδον, ὡς ἐπίρρ., ἐσωτερικῶς, ἐνδομύχως, τἄνδον οὐχ οὕτω φρονῶν Εὐρ. Ὀρ. 1514: - οἱ ἔνδον, οἱ ἐν τῇ οἰκίᾳ, ἡ οἰκογένεια, καὶ κυρίως οἱ οἰκέται, Σοφ. Ἠλ. 155, Τρ. 677, Πλάτ. Συμπ. 213C: - τὰ ἔνδον, οἰκογενειακὰ πράγματα, οἰκογενειακαὶ ὑποθέσεις, Σοφ. Τρ. 334, κτλ.· ἀλλ’ ὡσαύτως = οἱ ἔνδον, τἄνδον δὲ πιστά, κἀρσένων ἐρημία; Εὐρ. Ἑκ. 1017· οἱ ἔνδον καθήμενοι, δηλ. οἱ ἐν τῷ βουλευτηρίῳ, Ἀνδ. π. Μυστ. 43. 2) μετὰ γεν., Διὸς ἔνδον, «ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Διός» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Υ. 13· Ζεφύροιο ἔνδον, ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Ζεφύρου, Ψ. 200· μὴ κεύθετ’ (ἐξυπ. ἔχθος ἢ βουλὴν) ἔνδον καρδίας φόβῳ τινὸς Αἰσχύλ. Χο. 102· σκηνῆς ἔνδον Σοφ. Αἴ. 218· γῆς ἔνδον Πλάτ. Πρωτ. 320D. β) ἔνδον ἑαυτοῦ ὤν, κύριος ἑαυτοῦ. Ἀντιφῶν 134, 37· οὕτω, σῶν φρενῶν οὐκ ἔνδον ὤν, μὴ ὢν εἰς τὰς φρένας σου, Εὐρ. Ἡρακλ. 709· καὶ ἀπολ., ἔνδον γενοῦ, ἔλα εἰς τὰς φρένας σου, ἔλα εἰς τὸν ἑαυτόν σου, Αἰσχύλ. Χο. 233· πρβλ. ἐκτός. 3) ὁ Πίνδ. μετχειρίζεται τὸ ἐπίρρ. τοῦτο μετὰ δοτ. ἀντὶ τῆς προθ. ἐν μετά τινος ἐπιτάσεως, λιθίνῳ... ἔνδον τέγει Ν. 3. 93· ἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ 7. 65· ὡσαύτως Εὐρ. Ἀποσπ. 202. 4) ἐντὸς τούτου τοῦ βιβλίου, κατωτέρω, τῷ τε Ἑρμείᾳ (ὁ Ἀριστοτέλης) Παιᾶνα ἔγραψεν, ὃς ἔνδον γέγραπται Διογ. Λ. 5. 4· πρβλ. ἐνδοτέρω. 5) μετὰ ῥημάτων κινήσεως, = εἴσω, Αἰλ. π. Ζ. 9. 61, κτλ. ἴδε σημ. Λοβεκκ. ἐν Φρυν. 128. 6) ἐν τῇ καρδίᾳ, ἔνδον ἀγαλλόμενος Ἑλλ. Ἐπιγρ. 904. ΙΙ. Συγκρ. ἐνδοτέρω, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
adv. et prép.
I. sans mouv.
1 adv. en dedans, intérieurement, à l’intérieur ; particul. à la maison : οἱ ἔνδον les gens de la maison ; τὰ ἔνδον les choses de la maison;
2 prép. au-dedans de, à l’intérieur de, gén. : Διὸς ἔνδον IL dans la demeure de Zeus;
II. avec mouv. c. εἴσω au dedans;
Cp. ἐνδοτέρω, Sp. ἐνδοτάτω.
Étymologie: ἐν, -δον.
English (Autenrieth)
within, esp. in the house, tent, etc., Il. 18.394; at home, Od. 16.355, , Od. 21.207, Od. 23.2; Διὸς ἔνδον, in the house of Zeus, Il. 20.13, Il. 23.200.
English (Slater)
ἔνδον
1 adv., within φιάλαν ἔνδον ἀμπέλου καχλάζοισαν δρόσῳ (O. 7.2) εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον κρυφαῖον within his home (I. 1.67) ἁδεῖα δ' ἔνδον μιν ἔκνιξεν χάρις within his heart (I. 6.50)
2 prep.
a c. gen. πολλά μοι ὑπ' ἀγκῶνος ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας (O. 2.84) πολιᾶς εἶπέ τιν' αὐτὸς ὁρᾶν ἔνδον θαλάσσας αὐξομέναν πεδόθεν γαῖαν (O. 7.62) τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου (P. 11.64)
b c. dat. τράφε λιθίνῳ Ἰάσον' ἔνδον τέγει (N. 3.54) ἐχρῆν δέ τιν' ἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ Αἰακιδᾶν κρεόντων τὸ λοιπὸν ἔμμεναι (N. 7.44)