διαμπάξ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
(for δι-ανα-πάξ), Adv.
A right through, through andthrough, c. gen., στέρνων δ. A.Pr.65, cf. Supp.945, E.Ba.994 (lyr.); δι' αἴας Φρυγίας δ. A.Supp.548(lyr.); ἐτέτρωτο τὸν μηρὸν δ. X.HG7.4.23; δ. ἄχρις Luc.DMort.27.4; πόδες δ. προσεληλαμένοι πρὸς τοὔδαφος Plu. Crass.25.
German (Pape)
[Seite 590] (VLL. διαπαντός, διόλου, von πήγνυμι?), durch und durch, ganz und gar; δι' αἴας ἰάπτει δ. Aesch. Suppl. 540; vgl. Prom. 65; λαιμῶν δ. ἴτω Eur. Bacch. 992. Oefter bei Sp., bes. διά τινος δ., z. B. Arr. An. 2, 27, 3; Luc. D. Mort. 27, 4. Auch ἐτέτρωτο τὸν μηρὸν διαμπάξ, Xen. Hell. 7, 4, 23.
Greek (Liddell-Scott)
διαμπάξ: ἐπίρρ., πέρα πέρα, ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον, μετὰ γεν., στέρνων δ. Αἰσχύλ. Πρ. 65, πρβλ. Ἱκέτ. 945, Εὐρ. Βάκχ. 994˙ δι’ αἴας Φρυγίας δ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 548˙ ἐτέτρωτο τὸν μηρὸν δ. Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 23˙ δ. ἄχρις Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 4.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 de part en part : στέρνων διαμπάξ ESCHL de part en part à travers la poitrine;
2 en parl. d’un pays d’un bout à l’autre.
Étymologie: DELG διά, ἀνά et *πάξ de ἅπαξ.
Spanish (DGE)
I adv.
1 de parte a parte, completamente ἰάπτει δ' Ἀσίδος δι' αἴας μηλοβότου Φρυγίας δ. se lanza a través de la tierra de Asia, de una a otra parte de Frigia criadora de ovejas A.Supp.548, ἐτέτρωτο τὸν μηρὸν δ. X.HG 7.4.23, πόδες δ. προσεληλαμένοι πρὸς τοὔδαφος Plu.Crass.25, παίω δ. ἐς τὸν στέρνον Luc.DMeretr.13.3, βάλλεται καταπέλτῃ διὰ τῆς ἀσπίδος δ. Arr.An.2.27.2, τρύπησον τρυπάνῳ τὸ στέλεχος δ. Gp.9.8, cf. S.Fr.10g.43.10, Luc.DMort.22.4, Hsch.
2 directamente εὐθυβόλως καὶ δ. περαιωθῆναι τὸ πέλαγος Hld.5.22.8, δ. ἐπὶ τὸν θάλαμον ἵεται Hld.7.9.2.
II prep. de gen. a través de στέρνων A.Pr.65, τῶνδ' ἐφήλωται ... γόμφος δ. A.Supp.945, φονεύουσα λαιμῶν δ. E.Ba.994, 1014.