ἁπαλόχροος
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ον, contr. ἁπᾰλό-χρους, χρουν; with heterocl. gen. ἁπαλόχροος, dat. -χροϊ, acc. -χροα:—
A soft-skinned, h.Ven.14, Hes.Op.519, Thgn.1341, E.Hel.373 (lyr.):—also ἁπᾰλό-χρως, χρωτος, ὁ, ἡ, Phryn.PSp.30B.
German (Pape)
[Seite 277] zsgzgn -χρους, gen. auch ἁπαλόχροος, Hes. O. 517, wie Theogn. 1341; acc. plur. ἁπαλόχροας H. h. Ven. 14; mit zarter, weicher Haut; von der Jungfrau, παῖδα άπαλόχροα Mel. 40 (211, 133); παλάμαις ἁπαλοχρόοις Anacr. 56, 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἁπᾰλόχροος: -ον, συνῃρημ. -χρους, ουν· μετὰ ἐτεροκλίτ. γεν. ἁπαλόχροος, δοτ.-χροϊ, αἰτ. -χροα: ὁ ἔχων ἁπαλὸν δέρμα, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 14, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 517, Θέογν. 1341 Bgk., Εὐρ. Ἑλ. 373 (λυρ.): ― ὡσαύτως, ἁπαλόχρως, χρωτος, ὁ, ἡ, Α. Β. 18.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
à la peau tendre ou délicate.
Étymologie: ἁπαλός, χρόα.
Spanish (DGE)
-ον
que tiene piel delicada νύμφαι Sch.A.Pers.537, κούρη Nonn.D.16.233, αὐχήν Musae.171.