disposición
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
Spanish > Greek
ἀδνοτατίων, ἔνστασις, διάστολον, διασκευή, διακόσμησις, διάταξις, διάσταλμα, ἀπάρτισις, διάθεσις, διάληψις, διατύπωσις, ἐγκατασκευή, ἀπόνευμα, ἔνταξις, διάταγμα, διαταγή, ἁρμονία, διαθεσμοθέτησις, διανέμησις, διανομή, βυβλίδιον, διαστολή, ἀνάταξις, αἵρεσις