τρυφή

From LSJ
Revision as of 17:48, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz

Menander, Monostichoi, 378
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῠφή Medium diacritics: τρυφή Low diacritics: τρυφή Capitals: ΤΡΥΦΗ
Transliteration A: tryphḗ Transliteration B: tryphē Transliteration C: tryfi Beta Code: trufh/

English (LSJ)

ἡ, (θρύπτω)

   A softness, delicacy, daintiness, E.Fr.892.4, Pl.Lg.900e, etc.; στολίδος κροκόεσσαν . . τρυφάν (sic leg. pro στολίδα . . τρυφᾶς) E.Ph.1491 (lyr.): pl., luxuries, daintinesses, τ. Τρωϊκαί Id.Or.1113; τρυφὰς τοιάσδε [τρυφᾶν] Id.Ba.970; αἱ ἄγαν τ. Id.Fr.54.2; εἰς πλούτους ἀποβλέψαι καὶ τ. Pl.Alc.1.122c, cf. Lg.637e.    II luxuriousness, wantonness, τῶν γυναικῶν ἡ τ. Ar.Lys.387; τ. καὶ ἀκολασία, τ. καὶ μαλθακία, Pl.Grg.492c, R.590b; ἡ ἐν ἡμέρᾳ τ. 2 Ep.Pet.2.13; ὑπερτεταμένη τ. Sor.2.54: personified, Τρυφῆς πρόσωπον Ar.Ec.973 (lyr.), cf. Alex.230.3.    III daintiness, fastidiousness, ὑπὸ τρυφῆς Ar.Pl.818; ὕβρις ταῦτ' ἐστὶ καὶ πολλὴ τ. Id.Ra.21, cf. Pl. Grg.525a, Arist.Pol.1295b17.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠφή: ἡ, (√ΤΡΥ, θρύπτω, ἴδε ἐν λέξ. τείρω)· ― ἁβρότης, λεπτότης, ἁπαλότης, Εὐρ. Ἀποσπ. 881. 4, Πλάτ., κλπ.· στολίδος κροκόεσσαν... τρυφὰν (οὕτως ἀναγνωστέον ἀντὶ στολίδα... τρυφᾶς) Εὐρ. Φοίν. 1491· ― ἐν τῷ πληθ., τρυφαί, πολυτέλειαι, ἡδυπάθειαι, Λατ. delic e, τρυφαὶ Τρωικαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1113· τρυφὰς τρυφᾶν ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 970· αἱ ἄγαν τρ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 55. 2. εἰς πλούτους ἀποβλέψαι καὶ τρυφὰς Πλάτ. Ἀλκ. 1. 122Β, πρβλ. Νόμ. 637Ε. ΙΙ. φιληδονία, ἀσέλγεια, τῶν γυναικῶν ἡ τρυφὴ Ἀριστοφ. Λυσ. 387· τρ. καὶ ἀκολασία, τρ. καὶ μαλθακία Πλάτ. Γοργ. 492C, Πολ. 590Β· ― προσωποπ., Τρυφῆς πρόσωπον Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 974, πρβλ. Ἄλεξιν ἐν «Τοκιστῇ ἢ Καταψευδομένῳ» 1, ἔνθα φέρεται παροξυτόνως Τρύφη. ΙΙΙ. ὑπερηφανία, ἔπαρσις, ἀλαζονεία, δυστροπία, ὑπὸ τρυφῆς Ἀριστοφ. Πλ. 818· ὕβρις ταῦτ’ ἐστὶ καὶ τρυφ. ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 21, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 525Α, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 11, 6.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 mollesse, délicatesse, vie molle et sensuelle ; commodité, bien-être (d’une habitation);
2 dédain, humeur dédaigneuse ou hautaine, orgueil.
Étymologie: θρύπτω.

English (Strong)

from thrupto (to break up or (figuratively) enfeeble, especially the mind and body by indulgence); effeminacy, i.e. luxury or debauchery: delicately, riot.