παράδεισος
Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
English (LSJ)
ὁ (also παράδισος SIG463.8 (Crete, iii B. C.)),
A enclosed park or pleasure-ground, Oriental word first used by X., always in reference to the parks of the Persian kings and nobles; π. μέγας ἀγρίων θηρίων πλήρης An.1.2.7; π. δασὺς παντοίων δένδρων ib.2.4.14; τὰ ἐν π. θηρία Cyr. 1.3.14; θῆραι . . ἐν περιειργμένοις παραδείσοις HG4.1.15, cf. Thphr.HP 4.4.1, AJA16.13 (Sardes, 300 B.C.), LXX Ne.2.8, Plu.Art.25. 2 generally, garden, orchard, PRev.Laws 33.11 (iii B. C.), PCair.Zen. 33.3 (iii B. C.), OGI90.15 (Rosetta, ii B. C.), LXX Ca.4.13, Ec.2.5, CIG 2694b (Mylasa), PFay.55.7 (ii A. D.), etc. 3 the garden of Eden, LXX Ge.2.8. b Paradise, the abode of the blessed, Ev.Luc.23.43, 2 Ep.Cor.12.4. c expl. of μακάρων νῆσοι, Procl. ad Hes.Op.169. II stupid fellow, Com.Adesp.1102. (Persian word, cf. Poll.9.13, Phot., and Avest. pairidaēza- 'enclosure'.)
German (Pape)
[Seite 476] ὁ, Thiergarten, Park, persisches Wort; παραδείσους μεστοὺς δένδρων καὶ θηρίων, Xen. Hell. 4, 1, 15, vgl. Cyr. 1, 4, 11 Oec. 4, 20; Clearch. bei Ath. XII, 515 e u. A. – Das Paradies, LXX u. N. T.
Greek (Liddell-Scott)
παράδεισος: ὁ, περιπεφραγμένος λειμὼν ἢ τόπος ἀναψυχῆς καὶ διασκεδάσεως, κατάφυτος καὶ πλήρης θηρίων, λέξις Ἀσιατικὴ πρῶτον ἐν χρήσει παρὰ Ξεν., ἀείποτε ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τοὺς κήπους τῶν τῆς Περσίας Βασιλέων, παράδεισος μέγας ἀγρίων θηρίων πλήρης Ἀνάβ. 1. 2, 7· π. δασὺς παντοίων δένδρων αὐτόθι 2. 4, 14· τὰ ἐν π. θηρία Κύρ. 1. 3, 14· θῆραι... ἐν περιειργμένοις παραδείσοις Ἑλλ. 4. 1, 15, πρβλ. Πλουτ. Ἀρτοξ. 25· ὡσαύτως (ὡς φαίνεται) ἐπὶ μακρῶν περιφράκτων τόπων ἢ κηπαρίων, Ἐπιγραφ. Καρ. εἰς Συλλ. Ἐπιγραφ. 2694b, πρβλ. 4697. 15· ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Γέν. Β΄, 8) ἐπὶ τοῦ κήπου τῆς Ἐδέμ· καὶ ἐν τῇ Καινῇ Διαθ. ἐπὶ τῆς κατοικίας τῶν σεσωσμένων, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κγ΄, 43· π. τοῦ θεοῦ Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. ιβ΄, 4· πρβλ. π. τῶν δικαίων Φωτ. Βιβλ. 288. 41· ― γῆ παραδεισιακή, ὁμοία πρὸς παράδεισον ἢ κῆπον, παράφρ. Διον. Π. σ. 390 Bernh. II. ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κωμικ. ποιηταῖς ἐπὶ ἀνθρώπου μωροῦ, ὅρα Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 5, σελ. 124. (Ἐν τῇ Ζενδ. pairidaéza σημαίνει περίβολον, καὶ ἐν τῇ Ἀρμεν. pardéz κῆπον περίφρακτον· τοῦτο δὲ παραβαλλόμενον πρὸς τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ξεν. ἤνεγκε τὴν λέξιν ἐκ τῆς Περσίας δεικνύει ὅτι αὕτη εἶναι Περσική, ὡς ὁ Φώτιος καὶ ὁ Πολυδ. ἰσχυρίζονται· οὐδεμία ἀμφιβολία ὅτι τὸ Ἑβρ. pardès, ὅπε ὁμοίως λέγεται ἐπὶ τοῦ παραδείσου τοῦ τῶν Περσῶν βασιλέως (Νεεμ. Β΄, 8, πρβλ. ᾎσμα ᾈσμάτων Δ΄, 12, Ἐκκλ. Β΄, 5), παρελήφθη ἐκ τῆς αὐτῆς πηγῆς. - Τὸ Σανσκρ. paradesa, ξένη χώρα, δὲν δύναται νὰ συγγενεύῃ πρὸς αὐτό, Müller Chips. 4. 22).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
parc, lieu planté d’arbres où l’on entretient des animaux.
Étym. pers. paradaiza.
Spanish
English (Strong)
of Oriental origin (compare NONE); a park, i.e. (specially), an Eden (place of future happiness, "paradise"): paradise.