διανεύω
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
A nod, beckon, ταῖς κεφαλαῖς D.S.3.18; τινί to a person, Alex.261.12, Ev.Luc.1.22, Luc.VH2.25. II bend away from, avoid, τὰς τῶν ὀργάνων ἐπιβολάς τι Plb.1.23.8; ὀργάς Plu.Fr.27.
Greek (Liddell-Scott)
διανεύω: κλίνω τὴν κεφαλήν, προσκαλῶ, ταῖς κεφαλαῖς Διόδ. 3. 18· τινί, κάμνω νεῦμα πρός τινα, Ἄλεξ. Ἀδήλ. 1. 12. ΙΙ. ἀποκλίνω, ἀποφεύγω, τι Πολύβ. 1. 23, 8· πρβλ. διακλίνω.
French (Bailly abrégé)
faire des signes de tête.
Étymologie: διά, νεύω.
Spanish (DGE)
I en v. act. intr.
1 hacer movimientos con la cabeza, hacer señas c. dat. de pers. ὁ μὲν ἐμοὶ λαλῶν ἅμα καὶ διανεύων ἠσχολεῖθ' Alex.263.12, διένευον ἀλλήλοις ἐν τῷ συμποσίῳ Luc.VH 2.25, cf. Eu.Luc.1.22, c. dat. instrum. διανεύοντες ὀφθαλμοῖς LXX Ps.34.19, cf. Si.27.22, ταῖς ... κεφαλαῖς ... διανεύοντες D.S.3.18, τῇ χειρὶ ... διανεύων AP 11.148 (Lucill.), sin rég. συνίεμεν γὰρ αὐτῶν διανευόντων les entendíamos por sus movimientos de cabeza Luc.VH 2.44, cf. Salt.64
•c. inf. indicar por señas νάρδον ... διένευσ' ἐνεγκεῖν Macho 180, διένευεν ... τὸ εἴδωλον ὠθεῖν el fantasma me hizo señas de que atacase, Erot.Fr.Pap.p.426, τῷ ὄχλῳ διανεύων τῇ χειρὶ ἀναχωρεῖν αὐτοὺς τοῦ βήματος A.Andr.Gr.60.2, tard. tb. en v. med. c. or. complet. διανευόμενοί μοι ὅπως παραγένωμαι πρὸς αὐτούς A.Io.91.2
•c. ac. señalar cabeceando οἱ κωφοὶ διανεύουσιν ἀλλήλοις τό ἐκείνης κάλλος Alciphr.Fr.5.
2 decir que no por señas, negar con la cabeza διανευόντων δ' αὐτῇ τῶν παρεστώτων a una persa que hacía la προσκύνησις ante Alejandro, D.S.17.37.
3 girar, hacer girar τὸν τροχὸν τοῦ ἡλίου Apoc.En.18.4, cf. Hsch.
II tr.
1 mover τὰς κεφαλὰς πυκνὰ διανεύουσι Agatharch.41.
2 en v. med. inclinar la cabeza, inclinarse ante c. ac. de pers. Λαομέδων ... ἱκετηρίοις αὐτὸν διανεύεται σχήμασιν Ps.Callisth.5.6E.
3 negarse a, rechazar, evitar διένευον τὰς τῶν ὀργάνων ἐπιβολάς evitaban las acometidas de los dispositivos de ciertas naves de guerra, Plb.1.23.8, τὰς ... ὀργὰς διωθούμενον καὶ διανεύοντα Plu.Fr.148.
English (Strong)
from διά and νεύω; to nod (or express by signs) across an intervening space: beckon.