κατατρέχω
Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein
English (LSJ)
aor. 1 inf. καταθρέξαι only in Hsch.: aor. 2
A κατέδρᾰμον Ar.Ec.961, etc.: pf. -δεδράμηκα [ᾰμ] X.HG4.7.6:—Pass., aor. inf. καταδρᾰμηθῆναι Heph.Astr.1.21:—run down, Ar.l.c.; ἀπὸ τῶν ἄκρων Hdt.7.192; κάτω Id.3156; ἐπὶ θάλατταν X. An.7.1.20; ἐπί τινας Act.Ap.21.32. 2 of seamen or passengers by sea, run to land, disembark, X.HG5.1.12; εἰς ἐμπόρια Plb.3.91.2: metaph., κ. ξένιον ἄστυ come to a haven in... f.l. in Pi.N.4.23. II trans., run down, inveigh against, τὴν Σπάρτην Pl.Lg.806c, cf. Diog.Oen.12, D.C.50.2, etc.: more freq. c. gen., Phld.Vit.p.42 J., etc.; κ. τῶν μάντεων D.L.2.135; τῶν συνόντων τοῖς δυνάσταις D.C.61.10; τῆς μέθης Ath.1.1ce; Ἀλκιβιάδου ὡς οἰνόφλυγος Id.5.22oc, cf. A.D.Synt.100.19; κατὰ τῆς βουλῆς, κατὰ τῆς μοναρχίας, D.C.36.44, 66.13. 2 overrun, ravage, lay waste, τῆς Σαλαμῖνος τὰ πολλά Th.2.94, cf. 8.92, Dionys. Com.3.5, D.S.2.44, Luc.Alex.2, etc., oppress, τοὺς γεωργούς PTeb. 41.30 (ii B.C.). 3 run over, c. gen., κὰδ δ' ἄρα οἱ βλεφάρων βαρὺς ἔδραμεν ὕπνος Theoc.22.204. 4 pursue, LXX Le.26.37. 5 hurry, Plu.2.512e. 6 slip down, of a bandage, Gal.18(1).829.
Greek (Liddell-Scott)
κατατρέχω: μέλλ. -δρᾰμοῦμαι: ἀόρ. κατέδρᾰμον: πρκμ. καταδεδράμηκα. Τρέχω πρὸς τὰ κάτω, καταδραμοῦσα τὴν θύραν ἄνοιξον Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 961· ἀπὸ τῶν ἄκρων Ἡρόδ. 7. 192· κάτω ὁ αὐτ. 3. 156· ἐπὶ τὴν θάλατταν Ξεν. Ἀν. 7. 1, 20. 2) ἐπὶ ναυτῶν, προσορμίζομαι, ἐν σπουδῇ ἀποβιβάζομαι, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 12·- ἐπὶ πλοίου, κ. εἰς ἐμπόρια Πολύβ. 3. 91, 2· μεταφορ., κ. ξένιον ἄστυ, ἔρχομαι εἰς λιμένα, προσορμίζομαι εἰς…, Πινδ. Ν. 4. 38. ΙΙ. μεταβατ., «κατατρέχω», ὀνειδίζω, κατηγορῶ, συκοφαντῶ, τινὰ Πλάτ. Νόμ. 806C· πολλὰ τὸν Καίσαρα κατέδραμε Δίων Κ. 50, 2· κ. καὶ κατηγορεῖν ὁ αὐτ. 46. 2· συχνότερον μετὰ γεν., κ. τῶν μάντεων Διογ. Λ. 2. 135· τῆς μέθης Ἀθήν. 10Ε· Ἀλκιβιάδου ὡς οἰνόφλυγος ὁ αὐτ. 220C, κτλ.· κατὰ τινος Δίων Κ. 36. 27., 66. 13· ὡσαύτως, κατ. τινὶ ὁ αὐτ. 61. 10. 2) ἐπιτρέχω, ἐνεργῶ ἐπιδρομήν, λεηλατῶ, καταστρέφω, τὴν χώραν καταδραμόντες καὶ λείαν λαβόντες Θουκ. 2. 94· κατεδεδραμήκεσαν τὴν Αἴγιναν 8. 92, 99· κατατρέχει καὶ ἀπειλεῖ Ἡρῳδιαν. 6. 5, 14, ὁ αὐτ. συνάπτει κ. καὶ λυμαίνεσθαι· πρβλ. Wess. εἰς Διόδ. 2. 44· ὁ Σουΐδ. «κατατρέχειν, ληΐζεσθαι, δῃοῦν, πορθεῖν»·-τρέχω ὑπεράνω, καταλαμβάνω, κὰδ’ δ’ ἄρα οἱ βλεφάρων βαρὺς ἔδραμεν ὕπνος Θεόκρ. 22. 204· παρ’ Ἡσύχ. καὶ ὁ τύπος τοῦ ἀορ. «καταθρέξαι· καταδραμεῖν».
French (Bailly abrégé)
f. καταδραμοῦμαι, ao.2 κατέδραμον, pf. καταδεδράμηκα;
1 descendre en courant : ἀπὸ τῶν ἄκρων HDT des hauteurs ; particul. débarquer en hâte;
2 courir contre, faire des incursions contre ou à travers, acc..
Étymologie: κατά, τρέχω.
English (Strong)
from κατά and τρέχω; to run down, i.e. hasten from a tower: run down.
English (Thayer)
(καταυγάζω) 1st aorist infinitive καταυγασαι; to beam down upon; to shine forth, shine brightly: L marginal reading Tr marginal reading, where others αὐγάσαι which see; cf. φωτισμός, b.; (transitive, Heliodorus 5,31).]