Γιγάντειος
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
English (LSJ)
α, ον, gigantic, AP9.708 (Phil.), Luc.Philops.23:—also Γιγανταῖος, α, ον, Aesop.53, Hsch. s.v. Ἀβραμιαῖος: Γιγαντιαῖος, σώματα Pall.in Hp.2.143 D.: Γιγαντικός, ή, όν, of or for the Giants, τὰ Γιγαντικά Plu.2.360f; monstrous, θρασύτης Simp. in Ph.1145.4, cf. Procl.in Prm.p.659 S.
Spanish (DGE)
(Γῐγάντειος) -α, -ον
de los Gigantes πόλεμος e.e. la Gigantomaquia Call.Fr.119.3, Nonn.D.4.402, ὑμεναῖοι Nonn.D.5.200
•giganteo, gigantesco de sus armas, Nonn.D.2.68, 367
•de sus miembros χερσὶ Γιγαντείαις AP 9.708 (Phil.), cf. Luc.Philops.23, Nonn.D.1.271, 2.427, 25.509, 34.181, 48.82.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de géant.
Étymologie: Γίγας.
Greek (Liddell-Scott)
Γῐγάντειος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς γίγαντας, πελώριος, Λουκ. Φιλοψ. 23· - ὡσαύτως Γιγαντιαῖος, α, ον, Αἴσωπ. καὶ Γραμμ.- καὶ Γιγαντικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τοὺς Γίγαντας, Εὐσ. Ε. ΙΙ. 186C.
Greek Monotonic
Γῐγάντειος: -α, -ον (γίγας), αυτός που ανήκει στους Γίγαντες, πελώριος, τεράστιος, σε Λουκ.
Middle Liddell
German (Pape)
gigantisch, riesenhaft, Luc. Philops. 28 und Sp.