Γιγάντειος

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Γῐγάντειος Medium diacritics: Γιγάντειος Low diacritics: Γιγάντειος Capitals: ΓΙΓΑΝΤΕΙΟΣ
Transliteration A: Gigánteios Transliteration B: Giganteios Transliteration C: Giganteios Beta Code: *giga/nteios

English (LSJ)

α, ον, gigantic, AP9.708 (Phil.), Luc.Philops.23:—also Γιγανταῖος, α, ον, Aesop.53, Hsch. s.v. Ἀβραμιαῖος: Γιγαντιαῖος, σώματα Pall.in Hp.2.143 D.: Γιγαντικός, ή, όν, of or for the Giants, τὰ Γιγαντικά Plu.2.360f; monstrous, θρασύτης Simp. in Ph.1145.4, cf. Procl.in Prm.p.659 S.

Spanish (DGE)

(Γῐγάντειος) -α, -ον
de los Gigantes πόλεμος e.e. la Gigantomaquia Call.Fr.119.3, Nonn.D.4.402, ὑμεναῖοι Nonn.D.5.200
giganteo, gigantesco de sus armas, Nonn.D.2.68, 367
de sus miembros χερσὶ Γιγαντείαις AP 9.708 (Phil.), cf. Luc.Philops.23, Nonn.D.1.271, 2.427, 25.509, 34.181, 48.82.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de géant.
Étymologie: Γίγας.

Greek (Liddell-Scott)

Γῐγάντειος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς γίγαντας, πελώριος, Λουκ. Φιλοψ. 23· - ὡσαύτως Γιγαντιαῖος, α, ον, Αἴσωπ. καὶ Γραμμ.- καὶ Γιγαντικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τοὺς Γίγαντας, Εὐσ. Ε. ΙΙ. 186C.

Greek Monotonic

Γῐγάντειος: -α, -ον (γίγας), αυτός που ανήκει στους Γίγαντες, πελώριος, τεράστιος, σε Λουκ.

Middle Liddell

γίγας
gigantic, Luc.

German (Pape)

gigantisch, riesenhaft, Luc. Philops. 28 und Sp.