άπραχτος

From LSJ

τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶνseeing that there would be none to hinder him

Source

Greek Monolingual

κ. άπρακτος, -η, -ο (AM ἄπρακτος, -ον) πράττω
1. αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, ανώφελος, άχρηστος
2. εκείνος που δεν έχει γίνει, ο ανεκτέλεστος
3. (για πρόσωπα) ανεπιτυχής
νεοελλ.
1. αδρανής
2. ανίδεος, άπειρος
3. ασύνετος, ασυλλόγιστος
αρχ.
1. (για αγρό) ακαλλιέργητος, χέρσος
2. αυτός που δεν παίρνει μέρος σε κάτι, που δεν κάνει τίποτε, ο αργός
3. αυτός για τον οποίο τίποτε δεν μπορεί να γίνει, που δεν μπορεί κανείς να τον αντιμετωπίσει
4. αυτός που δεν έχει προσβληθεί
5. φρ. α) «ἄπρακτοι ἡμέραι» — ημέρες αργίας, διακοπές
β) «ἄπρακτος χρόνος» — περίοδος απραγίας ή αδράνειας.