ακληρία

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀκληρία) και ακληριά ἄκληρος
νεοελλ.
1. η ατεκνία
2. η φτώχεια, η δυστυχία
μσν.
αποστέρηση εδαφών που ανήκουν σε κάποιον με κληρονομικό δικαίωμα
αρχ.
η ατυχία.