αλδαίνω
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
Greek Monolingual
ἀλδαίνω (Α)
1. κάνω κάτι να αυξηθεί, τρέφω, δυναμώνω
2. αυξάνομαι, πληθαίνω
3. εξαγγέλλω, αποκαλύπτω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ρήμα κυρίως ποιητικό, που πρέπει να προέρχεται από τη ρίζα που απαντά και στο επίθ. ἄν-αλ-τος επαυξημένη με -δ-. Από την ίδια ρίζα προέρχονται επίσης και οι σημασιολογικά συγγενείς ρηματικοί τ. ἤλδανε (τ. παρατατ. που απαντά στον Όμηρο) και ἀλδήσκω (επαυξημένος τ. που απαντά στην Ιλιάδα).
ΠΑΡ. αρχ. ἄλδη.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀναλδής, εὐαλδής, νεαλδής, πολυαλδής. συναλδής.